Umberto Eco ~ Επιμύθιο στο Όνομα του Ρόδου


Δεν υπάρχει τίποτα πιο παρήγορο για τον συγγραφέα ενός μυθιστορήματος από το να ανακαλύπτει αναγνώσεις που δεν τις είχε σκεφτεί, και τις οποίες του υποβάλλουν οι αναγνώστες.

Ο συγγραφέας θα'πρεπε να πεθαίνει μετά τη συγγραφή. Για να μη διαταράσσει την πορεία του κειμένου.

Ο Πόε στη Φιλοσοφία της Σύνθεσής του αφηγείται πώς έγραψε το Κοράκι. Δεν μας λέει πώς πρέπει να το διαβάσουμε, αλλά ποια προβλήματα αντιμετώπισε για να πραγματώσει το ποιητικό αποτέλεσμα. Και ως ποιητικό αποτέλεσμα θα όριζα την ικανότητα ενός κειμένου να γεννά διαρκώς διαφορετικές αναγνώσεις χωρίς ποτέ να εξαντλείται οριστικά. 

Όταν ο συγγραφέας μάς λέει ότι εργάστηκε υπό το κράτος της έμπνευσης, ψεύδεται. Genius is twenty per sent inspiration and eighty per sent perspiration (Η  ιδιοφυΐα είναι είκοσι τοις εκατό έμπνευση και ογδόντα τοις εκατό ιδρώτας).

Ένα προσωπείο, αυτό χρειαζόμουν. Βάλθηκα να διαβάζω ή να ξαναδιαβάζω τους μεσαιωνικούς χρονικογράφους για ν'αποκτήσω το ρυθμό και την αθωότητά τους. Θα ήταν αυτοί που θα μιλούσαν για μένα, κι εγώ θα ήμουν υπεράνω πάσης υποψίας. Πέρα από υποψίες, μα όχι και πέρα από τις αντηχήσεις της διακειμενικότητας. Ανακάλυψα και πάλι αυτό που ανέκαθεν γνώριζαν οι συγγραφείς (και που τόσες φορές μας έχουν πει): τα βιβλία μιλούν πάντοτε για άλλα βιβλία, και κάθε ιστορία διηγείται μία ιστορία ήδη ειπωμένη.

Ανακάλυψα...ότι ένα μυθιστόρημα δεν έχει κατ'αρχήν να κάνει με τις λέξεις. Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι μια κοσμολογική πράξη, όπως αυτή που παρατίθεται στη Γένεση (είναι αναγκαίο να επιλέγουμε πρότυπα, έλεγε ο Γούντυ Άλεν).

Πιστεύω ότι για ν'αφηγηθείς πρέπει πρώτα απ'όλα να κατασκευάσεις έναν κόσμο, όσο το δυνατόν πιο εμπλουτισμένο ως τις έσχατες λεπτομέρειες.

Χρειάζεται να δημιουργείς περιορισμούς για να μπορείς να επινοείς ελεύθερα. Στην ποίηση, ο περιορισμός μπορεί να δοθεί από τον πόδα, το στίχο, την ομοιοκαταληξία, απ'αυτό που οι σύγχρονοί μας ονόμασαν ανάσα που αντιλαμβάνεται το αυτί...Στην αφήγηση, ο περιορισμός δίδεται από τον υποκείμενο κόσμο.

Ο Άντσο υπήρξε πολύ σημαντικός για μένα. Από την αρχή θέλησα να διηγηθώ την όλη ιστορία...με τη φωνή κάποιου που περνά μέσα από τα γεγονότα, που τα καταγράφει όλα με φωτογραφική πιστότητα εφήβου, χωρίς όμως να τα καταλαβαίνει...Να τα καταστήσω κατανοητά μέσα απ'τα λόγια κάποιου που δεν κατανοεί τίποτα.

Η τέχνη είναι η φυγή από την προσωπική συγκίνηση, αυτό μου δίδαξαν τόσο ο Τζόυς όσο και ο Έλιοτ.

Η είσοδος σ'ένα μυθιστόρημα είναι σαν μια εξόρμηση στο βουνό: πρέπει να μάθεις την αναπνοή, να βρεις το βηματισμό, αλλιώς θα σταματήσεις αμέσως. Το ίδιο ισχύει και στην ποίηση.

Γράφουμε σκεπτόμενοι κάποιον αναγνώστη. Κατά τον ίδιο τρόπο ο ζωγράφος ζωγραφίζει σκεπτόμενος τον θεατή του πίνακα...Όταν το έργο τελειώνει, αρχίζει ένας διάλογος μεταξύ του κειμένου και των αναγνωστών του (ο συγγραφέας έχει αποκλειστεί).

Ποιος ήταν ο πρότυπος αναγνώστης που ήθελα, ενώ έγραφα; Ένας συνένοχος, βέβαια, που θα έμπαινε στο παιχνίδι μου. Ήθελα να γίνω εντελώς μεσαιωνικός και να ζήσω στον Μεσαίωνα σαν να ήταν η εποχή μου...

Ένα κείμενο επιδιώκει να είναι μια εμπειρία μετασχηματισμού για τον αναγνώστη του.

Στο βάθος το βασικό ερώτημα της φιλοσοφίας (όπως κι αυτό της ψυχανάλυσης) είναι το ίδιο και στο αστυνομικό μυθιστόρημα: ποιος είναι ο ένοχος;

Ήθελα να διασκεδάσει ο αναγνώστης. Τουλάχιστον όσο διασκέδαζα εγώ. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό σημείο, που μοιάζει ν'αντιφάσκει με τις βαθυστόχαστες ιδέες που πιστεύουμε ότι έχουμε για το μυθιστόρημα. Διασκέδαση δεν σημαίνει δια-σκέδαση, διάλυση των προβλημάτων...η έννοια διασκέδαση είναι ιστορική...Εγώ, ως μεγάλος θαυμαστής της αριστοτελικής ποιητικής, πάντοτε θεωρούσα ότι παρ'όλα αυτά ένα μυθιστόρημα οφείλει ακόμη και προπάντων να διασκεδάζει μέσω της πλοκής.

Υποψιάζομαι ότι ίσως θα πρέπει ν'απορρίψουμε αυτή την arrière-pensée (υστεροβουλία), που συνεχώς κυριαρχεί στις συζητήσεις μας, και σύμφωνα με την οποία το εξωτερικό σκάνδαλο αποτελεί επιβεβαίωση της αξίας ενός έργου. Η ίδια διχοτομία μεταξύ τάξης και αταξίας, μεταξύ καταναλωτικού έργου και έργου πρόκλησης, χωρίς να χάνει την ισχύ της, θα πρέπει ίσως να επανεξεταστεί με μια διαφορετική προοπτική: πιστεύω, δηλαδή, ότι είναι πιθανόν να βρούμε σημεία ρήξης και διαμαρτυρίας σε έργα που φαινομενικά υποβοηθούν την εύκολη κατανάλωση, και, αντίθετα, να αντιληφθούμε ότι ορισμένα έργα που εμφανίζονται ως προκλητικά και κάνουν το κοινό να στριφογυρίζει στην καρέκλα του, δεν αμφισβητούν τίποτα...

Η απάντηση του μεταμοντέρνου στο μοντέρνο συνίσταται στην αναγνώριση ότι εφόσον το παρελθόν δεν μπορεί να καταστραφεί, μιας και η καταστροφή του οδηγεί στη σιωπή, θα πρέπει να επανεξεταστεί: με ειρωνεία, μ'έναν μη-αθώο τρόπο.
Πιστεύω ότι η μετα-μοντέρνα στάση είναι σαν τη στάση κάποιου που αγαπά μια πολύ καλλιεργημένη γυναίκα και ξέρει ότι δεν μπορεί να της πει "σ'αγαπώ απελπισμένα" γιατί ξέρει ότι αυτή ξέρει...ότι αυτή τη φράση την έγραψε ο Λιάλα.
Ωστόσο, υπάρχει μια λύση. Μπορεί να της πει: "Όπως θα'λεγε και ο Λιάλα, σ'αγαπώ απελπισμένα". Στο σημείο αυτό, έχοντας αποφύγει την ψευδή αθωότητα, έχοντας δηλώσει με σαφήνεια ότι δεν μπορεί πια κανείς να μιλήσει αθώα, θα έχει παρ' όλ'αυτά πει αυτό που ήθελε στη γυναίκα: ότι την αγαπά, όμως αυτό συμβαίνει σε μια εποχή χαμένης αθωότητας.

Πιστεύω ...ότι ένα ιστορικό μυθιστόρημα οφείλει και αυτό: όχι μόνο να εντοπίζει στο παρελθόν τις αιτίες των όσων έπονται, αλλά και να ιχνογραφεί την πορεία με την οποία οι αιτίες αυτές γέννησαν σιγά σιγά τ'αποτελέσματά τους.
 Αν κάποιος ήρωάς μου παραβάλλει δύο μεσαιωνικές ιδέες και συνάγει μια τρίτη περισσότερο νεοτεριστική, κάνει αυτό ακριβώς που έκανε αργότερα ο πολιτισμός...

Γεγονός είναι ότι καθένας έχει τη δική του, συνήθως φθαρμένη, εντύπωση για τον Μεσαίωνα. Μόνον εμείς, οι καλόγεροι της εποχής εκείνης, ξέρουμε την αλήθεια, αν όμως την πούμε, μπορεί μερικές φορές να μας οδηγήσει στην πυρά.



Αποσπάσματα απ'το "ΕΠΙΜΥΘΙΟ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ", Ουμπέρτο Έκο, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. "ΓΝΩΣΗ", Αθήνα 1990
Ένα "υστερόγραφο" του συγγραφέα για το βιβλίο του "Το Όνομα του Ρόδου".

Σχόλια