Μ. Καραγάτσης ~ Το Χαμένο Νησί (Φανταστική Νουβέλα)

 
«Κάθησα σε μια μεγάλη πέτρα, να ξαποστάσω απ' τον ανήφορο πριν πάρω την κατηφοριά της ρεματιάς. Χάθηκε το μάτι μου στην έκταση του πελάγου. Και δεν ξέρω πώς, - ήταν η ώρα στοχαστική, κ' η μοναξιά, κι ο τόπος, - έφυγε κ' η ψυχή μου, πισωδρόμησε στα υγρά και στεγνά μονοπάτια της περασμένης μου ζωής, γύμνωσε τον εαυτό μου, και τον έκρινε και στοχάστηκε.Τριανταοχτώ χρονών. Πέρασαν τα νιάτα με τα όνειρα, κυλάει ο χρόνος που φέρνει το μεστωμένο άντρα στο κατώφλι του χινοπώρου. Τα γερατειά; Είναι ακόμα μακριά. Μα πού είναι και τα νιάτα; Τι απομένει από την φλόγα της ψυχής, αυτή που φώτιζε τη ζωή με αντιφεγγίσματα πορφυρά; Τι κέρδισα, τι έχασα στο μεγάλο τριανταοχτάχρονο παζάρι της ζωής μου; Και τότε είδα, και τότε ένιωσα - καθώς ο ήλιος του απομεσήμερου έγειρε κουρασμένος στο δρόμο της νυχτός - πως κύλησαν ανόητα τα χρόνια τα τριανταοχτώ, πως σπαταλήθηκαν δίχως λογισμό και κρίση, δίχως στοχασμό και πείρα, δίχως ηδονή και πίκρα, σε μια τελμάτωση ζωής καθημερινής, καθεωρινής, κουρντισμένης ωσάν ρολόι μ΄ελατήρια που δεν λένε να σπάσουν ποτέ. Σπατάλησα τα κερδητά μου δίχως να τα χαρώ. Κ΄ήταν ζημιές τα κέρδη, κέρδη οι ζημιές, που ισοσκέλιζαν απελπιστικά όλα τα φύλλα του μεγάλου βιβλίου... Καμιά μεταφορά εις νέον. Καμιά ανωμαλία στους λογαριασμούς. Κατάντησε μαγαζάκι η επιχείρηση, που πούλαγε αφιόνι με δράμι σ΄όσους ήθελαν να αποχτηνωθούν, όπως εγώ, όπως ο κόσμος όλος».

 «Γιατί κατέβηκα στη ρεματιά την ισκιερή την τόσο βαθιά; Τις στερνές ηλιαχτίδες χαιρετούσαν οι αγριοκαστανιές. Το στερνό δάκρυ της πηγής έκρυβαν οι φτέρες από τη βουλιμία των διψασμένων σατύρων. Κ΄ήταν άχρωμο το δειλινό σαν μέρα δίχως έλεος. Κ΄είχανε φύγει τα πουλιά για τις σπηλιές των βράχων. Κ΄είχε απομείνει το πέλαγο μονάχο και σιωπηλό, να δεχτεί τα πικρά νερά της παγωμένης ρεματιάς. Και γω κατέβαινα το μονοπάτι με τα βατόμουρα, με τους σκίνους. Έχοντας στολισμένο το ριζάφτι με ορτανσία λευκή, την καρδιά με μαβιά. Και τραγούδαγα το θρήνο εκείνων που πέθαναν και δεν το ξέρουν. Επειδή ζητούσα τη ζωή κ΄εσένα και το θάνατο στη ρεματιά. Κ΄ήσουν κ΄εσύ κι ο θάνατος. Κ΄η ζωή είχε αφήσει γλιστρώντας στη στερνή ηλιαχτίδα, αυτή που πάντοτε λησμονάει ο ήλιος».


Υπόθεση (από τη Βικιπαίδεια)

"Το Χαμένο Νησί" είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1943 απ' τον  Μ. Καραγάτση. Κάπου στο Αιγαίο γίνεται ένα ναυάγιο, από το οποίο σώζεται μόνο ο δεύτερος πλοίαρχος, ο Γερόλυμος Αβάρατος. Τον φροντίζουν σε ένα νησί ο Αντώνης με την κόρη του Ελένη. Μαζί της ο ναυαγός αναπτύσσει μια σκοτεινή ερωτική σχέση. Καθώς τα διάφορα εγκλήματα, τα οποία σχετίζονται με τις συνθήκες του ναυαγίου αποκαλύπτονται και δυναμώνει το ερωτικό πάθος του για την Ελένη, αρχίζει σταδιακά και το φυσικό περιβάλλον να αλλάζει. Έτσι, θυελλώδεις άνεμοι αποκόβουν το νησί. Η θερμοκρασία αρχίζει να ανεβαίνει σε υψηλά για την περίοδο επίπεδα, η βλάστηση κι αυτή με τη σειρά της αλλάζει κι ο ήρωας παρασύρεται σε ένα νέο ερωτικό παραλήρημα με μια άλλη γυναίκα. Το νησί από αιγαιοπελαγίτικο μετατρέπεται σε τροπικό. Έχει γίνει ένα πλωτό νησί και ταξιδεύει στις θάλασσες του Ειρηνικού κι από Τήλος γίνεται Ταϊλί, όπως θα επιβεβαιώσει και μια γαλλική επιστημονική αποστολή.


Μ. Καραγάτσης, Το Χαμένο Νησί, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", πρώτη έκδοση: 1943



Σχόλια