Emily Grayson ~ Κάθε χρόνο το Μάη


Μια αληθινή ιστορία

"Η μητέρα μου" άρχισε η Άλισον, καθώς στεκόταν στο βήμα, "ήταν ένας μέσος άνθρωπος. Κατά καιρούς, απαντούσε στα κουίζ που δημοσιεύονται σε κάποια περιοδικά: πόσο παρατηρητική, πόσο παράτολμη είσαστε; Και η βαθμολογία την κατέτασσε πάντα... στο μέσο όρο. Αυτό πάντα την εκνεύριζε". Ακούστηκε ένα σιγανό γέλιο από το εκκλησίασμα.
Η Άλισον χαμογέλασε αδιόρατα, σκουπίζοντας τα δάκρυά της μ' ένα μαντίλι. "Φυσικά", συνέχισε, "εκείνοι που ήξεραν τη μητέρα μου καλά, γνωρίζουν ότι αυτή η ιστορία του μέσου όρου είναι γελοία. Γιατί ποιος εδώ μέσα είναι στο μέσο όρο; Ποιος δεν έχει κάτι που λείπει από κάποιον άλλο; Ποιος δεν είναι μοναδικός;"
Η Άλισον έριξε το βλέμμα της στον κόσμο. "Όπως όλοι εδώ μέσα, η μαμά μου ήταν μοναδική. Σχεδίαζε εκείνα τα απίστευτα αποκριάτικα κοστούμια για τ' αδέρφια μου κι εμένα. Μια χρονιά, ο Έντυ πήγε από πόρτα σε πόρτα ντυμένος σαν Δαβίδ, το άγαλμα του Μικελάντζελο - μ' ένα φύλλο συκής, σε περίπτωση που αναρωτιέστε. Περισσότερα γέλια ακούστηκαν τώρα.
"Πιστεύω πως ήταν μια απογοητευμένη καλλιτέχνης" είπε η Άλισον, "Όμως ποτέ δεν έδειχνε απογοητευμένη σε μας, τα παιδιά. Φαινόταν συγκροτημένη προορισμένη για τις έγνοιες μας, αστεία και απέραντα υπομονετική.
Οι άλλες μητέρες πάντοτα μου φαίνονταν υπερπροστατευτικές, όμως η Μαμά μας άφηνε να είμαστε... ελεύθεροι. Και πάντα θα την ευγνωμονώ γι' αυτό".
Η Άλισον σταμάτησε για λίγο, τα δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό της. "Μαμά", είπε, "λυπάμαι που σου ήμουνα τόσο μεγάλος μπελάς στα χρόνια της εφηβείας. Λυπάμαι που δεν καταλάβαινα πάντα, πόσο πολλά είχες προσφέρει σε όλους. Γιατί τώρα βλέπω ότι δεν έχει σημασία τι κάνει κάποιος στη ζωή του - μια ανασκόπηση ή έναν κατάλογο με απίθανα κατορθώματα- ή αν ζει μια τέλεια ζωή που όλοι ονειρεύονται. Αυτό που έχει σημασία είναι αν επέλεξες ή όχι να ζήσεις με τους υπόλοιπους ανθρώπους γύρω σου. Αν ήσουν γενναιόδωρος με τον εαυτό σου. Και, όπως όλοι σας γνωρίζετε, η μαμά μου ήταν. Και λυπάμαι τόσο πολύ για όλα αυτά τα χρόνια που δεν μπορούσα να το δω αυτό".
(...) Όταν η Άλισον τελείωσε την ομιλία της, κατέβηκε ήσυχα και κάθισε δίπλα στον πατέρα της και τ' αδέλφια της που την αγκάλιασαν.
Φάνηκε στον Μάρτιν ότι τα δάκρυα γύρω του ήταν ατελείωτα σ' αυτήν την κηδεία, έβλεπε μάτια που έτρεχαν ασταμάτητα.
(...) Ο Μάρτιν για μια στιγμή ένιωσε τον κόσμο να χάνεται γύρω του και στηρίχτηκε στον τοίχο της εκκλησίας, για να μην σωριαστεί, ακούγοντας τη μουσική κι αφήνοντας τα δάκρυα να του πλημμυρίσουν το πρόσωπο και να κυλήσουν στο πουκάμισό του. Είμαι μαζί σου της είπε σιωπηλά, όπως της είχε υποσχεθεί. Είμαι μαζί σου, δίπλα σου. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ τίποτε απ' όλα αυτά - ποιοι είμαστε, τι κάναμε και πως είμαστε δυο άνθρωποι που αγαπηθήκαμε πέρα από το χρόνο με τον καλύτερο τρόπο που ξέραμε.
 
 
Έμιλυ Γκρέησον, Κάθε χρόνο το Μάη, μτφρ. Βίκυ Σταματάκη, εκδ. Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 1999

Σχόλια