Yitzhak Demiel ~ Η Χάναλε και το φόρεμα του Σαμπάτ (μετάφραση: Έλλη Θεοφιλίδου)


 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κορίτσι, η Χάναλε. Η μητέρα της, της έραψε ένα καινούργιο φόρεμα για το Σαμπάτ – ένα πανέμορφο λευκό φόρεμα.  Και να, έφτασε η Παρασκευή. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Η Χάναλε πλύθηκε για το Σαμπάτ, φόρεσε το καινούργιο της φόρεμα και ήταν πολύ χαρούμενη. Χαιρόταν εκείνη, χαιρόταν και η μητέρα της. 
 Η Χάναλε βγήκε από το σπίτι να πάει μια βόλτα να παίξει. Την είδε ο Ζούζι, ο σκύλος με τις βούλες και έτρεξε προς εκείνη με χαρά: «Γαβ, γαβ!». Η Χάναλε του είπε: «Ζούζι, βλέπεις το καινούριο φόρεμα για το Σαμπάτ που μου έραψε η μαμά;». Χάρηκε ο Ζούζι και σήκωσε τα μπροστινά του πόδια για να αγκαλιάσει τη Χάναλε, να στηριχτεί πάνω της. Αλλά η Χάναλε του είπε: «Όχι Ζούζι, τώρα δεν πρέπει, θα λερωθεί το φόρεμα!».
 
Η Χάναλε συνέχισε το δρόμο της. Είδε την Έντνα, την αγελάδα, που ερχόταν από τη βοσκή. Η Χάναλε την πλησίασε, τη χάιδεψε και της είπε: «Βλέπεις Έντνα, το καινούριο φόρεμα για το Σαμπάτ που μου έραψε η μαμά;». Χάρηκε η Έντνα και έβγαλε τη γλώσσα της για να γλείψει τη Χάναλε, αλλά εκείνη της είπε: «Όχι Έντνα, τώρα δεν πρέπει, θα λερωθεί το φόρεμα!».
 
Έτσι έκανε βόλτα η Χάναλε και έπαιζε. Και όταν πια ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι, είδε από μακριά έναν άνθρωπο που έβγαινε από το δάσος. Ο άνθρωπος στάθηκε, ξεφόρτωσε από την πλάτη του ένα βαρύ σάκο και κάθισε στο χώμα να ξεκουραστεί. Η Χάναλε πλησίασε. Και είδε ότι ο άντρας ήταν ένας γέροντας. Το πρόσωπο και τα λευκά μαλλιά του ήταν σκεπασμένα με ιδρώτα. Φαίνεται πως ο γέροντας είχε κουραστεί πολύ. Και είπε εκείνος: «Πλησίασε κοριτσάκι, καλησπέρα σου!».«Καλησπέρα», απάντησε η Χάναλε. Τον πλησίασε, κοίταξε και ρώτησε: «Είσαι κουρασμένος;». «Ναι», απάντησε ο γέροντας, «δεν είναι εύκολο».
-
Τ
ι κουβαλάς;
- Κάρβουνο, απάντησε ο γέροντας,  καρβουνόξυλα από το δάσος.
- Δουλεύεις στο δάσος;
- Ναι, βγάζω κάρβουνο. Κι εσένα, πώς σε λένε; ρώτησε ο γέροντας.
- Με λένε Χάναλε.
H
μικρή σώπασε για λίγο και μετά είπε: «Βλέπεις το φόρεμά μου; Είναι καινούργιο! Η μαμά μου το έραψε». «Ωραίο φόρεμα», είπε ο γέροντας, «με γεια σου!».«Ευχαριστώ», είπε η Χάναλε. Και ο γέροντας κάθισε λίγο ακόμα να ξεκουραστεί. Μετά από λίγο, σηκώθηκε, ξαναφορτώθηκε το σάκο του και είπε: «Πρέπει να βιαστώ! Έρχεται το Σαμπάτ».
 
Και ο γέροντας προχωρούσε με βήματα βαριά, αργά και η Χάναλε στάθηκε, τον ακολούθησε με το βλέμμα της, είδε την πλάτη του να γέρνει κάτω από το βαρύ φορτίο με τα κάρβουνα και σκέφτηκε: «Δυσκολεύεται... θα τον βοηθήσω!». Η Χάναλε έτρεξε βιαστικά προς τον γέροντα, τον πλησίασε και του είπε: «Θέλεις να σε βοηθήσω;». Και ο γέροντας χαμογέλασε και της είπε: «Να βοηθήσεις; Ωραία, κοριτσάκι! Βοήθησε! Βοήθησε...»
 
Και η Χάναλε πήγε από πίσω του, κάτω από τον κρεμασμένο σάκο, άπλωσε τα μικρά της χεράκια, τους ώμους της, και σήκωνε, στήριζε. Και προχωρούσαν οι δυο τους και συζητούσαν. Μετά από λίγο, στάθηκε ο γέροντας και της είπε: «Φτάνει τώρα κοριτσάκι, βοήθησες αρκετά. Είσαι καλό κορίτσι. Τώρα πήγαινε πίσω στο σπίτι σου.»
 
Και γύρισε η Χάναλε. Τα πόδια της ήταν ανάλαφρα σαν του ελαφιού και η καρδιά της χαρούμενη. Αλλά... ωχ! Τι είναι αυτό; Τι έπαθε το φόρεμά της;  Να ένας μαύρος λεκές... κι άλλος ένας... και να ένας ακόμα! Καρβουνιάστηκε το φόρεμα από το σάκο με τα κάρβουνα και γέμισε μαύρους λεκέδες...
 
Και η Χάναλε ξέσπασε σε κλάματα... ωχ, όχι! Το κατάλευκο φόρεμα του Σαμπάτ... που της έραψε η μαμά... και μόλις σήμερα το φόρεσε για πρώτη φορά... και τι θα κάνει τώρα; Πώς θα γυρίσει στο σπίτι; Πώς θα αντιμετωπίσει τη στεναχώρια της μαμάς της; Ωχ, όχι!
 
Βράδιασε πια. Σκοτείνιασε. Και πάνω σε μια πέτρα στο χωράφι, κάθεται ένα μικρό κορίτσι. Κάθεται μόνη της και κλαίει, γιατί είναι πολύ λυπημένη. Και τότε πρόβαλε το φεγγάρι στον ουρανό, φώτισε τη Χάναλε και τη ρώτησε: «Τι έχεις κοριτσάκι; Γιατί κλαις;». Η Χάναλε δυσκολεύεται να μιλήσει και μόνο του δείχνει το φόρεμα: «Κοίτα φεγγάρι! Αυτό έγινε από το σάκο! Από το σάκο με τα κάρβουνα!». Και το φεγγάρι κοιτάζει και ρωτάει ξανά, ρωτάει χωρίς φωνή, χωρίς λέξεις, μόνο η Χάναλε το ακούει: «Μετάνιωσες Χάναλε που βοήθησες το γέροντα;». Και η Χάναλε του λέει: «Όχι, δε μετάνιωσα! Αλλά το φόρεμα... το καινούριο φόρεμα του Σαμπάτ... και η μαμά...».
 
Και τότε είπε το φεγγάρι στη Χάναλε: «Μην κλαις κοριτσάκι! Σήκω, πήγαινε στο σπίτι σου. Το φόρεμά σου θα ομορφύνει.» Και το φεγγάρι έστειλε τις φωτεινές του ακτίνες. Και μόλις οι ακτίνες άγγιξαν τους μαύρους λεκέδες πάνω στο φόρεμα της Χάναλε, εκείνη τους είδε να εξαφανίζονται. Και στη θέση τους... φως! Να, εδώ είχε έναν μαύρο λεκέ και τώρα είναι μια λάμψη φωτός! Κι εδώ ήταν μια μαύρη γραμμή και τώρα είναι μια απίθανη φωτεινή γραμμή φωτός! Και έτσι έλαμπε όλο της το φόρεμα από γραμμούλες και τελίτσες και χάντρες φωτός, και έλαμπε σαν αληθινό ασήμι! Έλαμπε!
 
Και η Χάναλε περπατάει και λάμπει ολόκληρη και έρχεται προς το μέρος της η μαμά της και λέει: «Ποια είναι αυτή;». Και  η Χάναλε την ακούει, τρέχει προς τη μαμά γελώντας: «Μαμά! Δε με αναγνώρισες;» Και η Χάναλε τα διηγήθηκε όλα στη μαμά της. Μπήκαν στο σπίτι και όλο το σπίτι γέμισε με φως – το φως από το φόρεμα του Σαμπάτ της μικρής Χάναλε.

ΤΕΛΟΣ
 
 
"Η Χάναλε και το φόρεμα του Σαμπάτ" είναι ένα εβραϊκό παραμύθι που το πρωτοάκουσα σήμερα το πρωί στη ραδιοφωνική εκπομπή "Μουσικές Αφηγήσεις" απ' τη σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου, στο Τρίτο Πρόγραμμα. Η μετάφραση έγινε απ' την αγαπημένη μου φίλη Έλλη Θεοφιλίδου, η οποία μου παραχώρησε και το κείμενο. Την ευχαριστώ θερμά!
 
 
 
 

Σχόλια

  1. Τώρα αν σου πω ότι ακριβώς αυτό το εξώφυλλο είχε το παραμύθι αυτό όταν ως κοριτσάκι μου το διάβαζαν η γιαγιά κι ο παππούς; Σ'ευχαριστώ για το μοίρασμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να ένα κομμάτι της παιδικής μας μνήμης που συνήθως δεν σβήνει. Παραμύθια και διηγήσεις απ' τη γιαγιά και τον παππού μας.
      Εγώ σου οφείλω πολλά ευχαριστώ!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου