Ηλίας Βενέζης ~ Γαλήνη



Συμφορές, ξεριζώματα και μεταναστεύσεις πληθυσμών, αναστατώσεις της οικονομικής ζωής των ανθρώπων, αναστατώσεις και συγκρούσεις των ιδεών, τραύματα ψυχικά, - αυτά ήταν η νιότη μας. Και πλάι σʹ αυτά είναι το παρελθόν, είναι τα στρώματα της πικρίας του λαού αυτού απʹ τον οποίο ερχόμαστε. Κατοικούμε μια δύσκολη, αιχμηρή, ωστόσο πάντα πολυαγαπημένη γη. Οι θάλασσες του τόπου μας είναι φτωχές θάλασσες, κ' η ζωή των ψαράδων μας είναι σκληρή ζωή. Δεν έχουμε τις ατέλειωτες πεδιάδες άλλων τόπων, δεν έχουμε τα μεγάλα δάση, δεν έχουμε την ευλογία του Θεού, που κάνει ελαφρότερο το μόχθο του ανθρώπου. Οι ελιές μας φυτρώνουν στους βράχους και στα γυμνά βουνά, κ' είναι ποτισμένες περισσότερο με τα δάκρυά μας παρά με τη βροχή που στέλνουν τα σύννεφα. Οι αρχαίοι κάτοικοι του τόπου τούτου για να κάμουν ευμενείς τους θεούς απέναντί τους, για να τους κάμουν συναντιλήπτορες στις λύπες και στα βάσανά τους, τους κατέβασαν απ' τον ουρανό στη γη: τους έβαλαν πάνω στον Όλυμπο. Γιατί είχαν τη σοφία να ξέρουν πως ο πόνος είναι αφηρημένη έννοια αν δεν τον έχεις δοκιμάσει, πως μόνο ό,τι άγγισες με τα χέρια σου και την καρδιά σου, μόνο ό,τι πλήρωσες με αίμα σου είναι γνώριμο και μπορεί να 'βρει μέσα σου ηχώ. Έτσι οι κάτοικοι της Ελλάδας, όταν ζητούσαν απ' το γείτονά τους, - το Θεό του Ολύμπου, - να τους στείλει βροχή, ξέραν πως κι εκείνος δοκιμαζότανε απʹ την ανομβρία, πως κι εκείνος καταλάβαινε τι θα πει να θέλει τούτη η δύσκολη γη νερό, και νερό να μη στέλνουν τα σύννεφα. Όταν τον παρακαλούσαν να στείλει άνεμο για να φουσκώσει τα πανιά των καϊκιών τους και για να βοηθήσει την καρποφορία των δέντρων τους, ξέραν πως έτσι να 'κανε ο Θεός απ' το θρόνο του, θα 'βλεπε τα σκληρά τους τα πρόσωπα να περιμένουν το έλεός του, πως αν αφουγκραζόταν θ' άκουε τους χτύπους της καρδιάς τους.
Έπειτα οι θεοί του Ολύμπου φύγανε και ήρθαν οι άνθρωποι, ήρθαν οι σκοτεινοί αιώνες των δεινών μας. Είμαστε ένας αληθινά πονεμένος, πολυβασανισμένος, πολυπικραμένος λαός. Έχουμε πίσω μας, έχουμε μέσα μας και μας παρακολουθούν αυτοί οι αιώνες της ανήκουστης οδύνης μας. Ο θάνατος στο λαό μας έγινε πρόσωπο οικείο. Οι μητέρες μας μέσα στ' άλλα χρέη τους, μέσα στο χρέος ν' αναστήσουν παιδιά και να τους μάθουν την αγάπη των εφέστιων θεών, παράδοση είχαν να ετοιμάζουν και να φυλάγουν στα σεντούκια τους τα νεκροσάβανα της οικογένειας. Το μεθύσι, που για άλλους λαούς είναι μέσο χαράς, για το δικό μας το λαό είναι σπουδή στο θεό της πικρίας. Με θολά σιωπηλά μάτια χορεύουμε και τραγουδούμε τραγούδια λυπητερά, τραγούδια όπου τα πουλιά και τα δέντρα και οι κορφές των βουνών γίνονται πλάσματα που μιλούν και μας παραστέκουν, γίνονται πλάσματα που επιτέλους μπορούμε να τους εμπιστευθούμε, αφού με τους ανθρώπους δεν το μπορούμε, - γιατί οι άνθρωποι μας πικράνανε.
Από αυτή τη γη, από αυτή τη μοίρα ερχόμαστε. Από ένα τέτοιο κλίμα έρχεται και η "Γαλήνη", ένα απ' τα πικρά βιβλία της γενιάς μας. Όμως θέλω να πιστεύω πως, αν τα βιβλία αυτά δεν είναι βιβλία της χαράς, δεν είναι και βιβλία της απαισιοδοξίας. Δεν είναι διόλου. Η πικρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ζωντανών οργανισμών. Γιατί αυτοί ζητούν πολλά απ' τη ζωή, και η ζωή τις περισσότερες φορές δίνει λίγα. Με τα λίγα μπορούν να ευτυχούν μόνο όσοι γέρασαν, - σωματικά ή ψυχικά, - επειδή αυτοί, μη έχοντας να περιμένουν τίποτα, είναι ευχαριστημένοι με τα ψίχουλα του δρόμου. Γι' αυτό και οι πικραμένοι άνθρωποι είναι στο βάθος οι πιο αισιόδοξοι: επειδή σ' αυτούς έμεινε ακόμα το προνόμιο ν' αγαπούν, να πιστεύουν στον άνθρωπο και στη ζωή, το προνόμιο να κυνηγούνε χίμαιρες.

Απόσπασμα απ' τον Πρόλογο της τρίτης έκδοσης


Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, εκδ. Εστία, πρώτη έκδοση: 1939

Σχόλια