Γιώργος Σεφέρης ~ Μεγάφωνο


"Fac quod in te est"
(De imitatione Christi, I, VII)                  

Δοκιμή 1

Βάλε τ' αυτί σου και πρόσεξε τους ήχους που βράζουν σ' ένα σπίτι γεμάτο σκοτάδι...
Μελέτησε τ' αγαπημένα πρόσωπα που δε θ' αγγίξεις πια τη γραμμή τους...
Χρόνια περασμένα! Κάθε άνοιξη με την ψυχή καινούρια σαν το φλουρί στον ήλιο.
Κάθε φθινόπωρο το νοτισμένο χώμα να βυζαίνει τα δάκρυα του κορμιού σου.
Και γράμματα δεμένα σταυρωτά σαν την καρδιά σου.
Πόσες γυναίκες, καθεμιά χωριστά, σου' ταξαν το ίδιο βασίλειο.

[...] Στ' ανοιχτά στο πέλαγο, καράβια λάμπουν σα διαμαντικά και ταξιδεύουν.
Η νύχτα τα μαζεύει σιγά σιγά και τ' απομονώνει.
Γοργόνες αδράχνουν την πλώρη και το Μεγαλέξαντρο γυρεύουν.
Μα δεν ξέρει νύχτα ουδέ στοιχειά το σιδερένιο τιμόνι.

Αφουγκράσου τη σιωπή τώρα που τέντωσε σαν τη μεμβράνη τυμπάνου·
ίσως απόψε να διακρίνεις το ρυθμό μιας μακρινής ψυχής και να την κατρεφτίσεις·
γίνου σαν τη νευρά του δοξαριού, πάρε γερά την ανάσα σου κι άκου...

Μέρες σπαρμένες με τον ιδρώτα της ψυχής ρουμάνιασαν του χωρισμού τον κάμπο.
Πώς αφήσαμε το δάσος τούτο να φουντώσει και να μας πνίξει;
Πώς άπλωσε αναπάντεχα τέτοια πολυάνθρωπη πολιτεία ανάμεσό μας;
Γυναίκα με την όμορφη ωμοπλάτη βγήκες ζεστή από τα σεντόνια.
Και το χαμόγελό σου καρφωμένο με μια πευκοβελόνα σαν πεταλούδα.
Ψηλά, στο βράχο, τ' άσπρο μαντίλι...

...Όταν μια ρομβία που έπαιζε κοιμισμένα στο δρόμο γίνεται πρόσωπο κι ορμά στην κάμαρά σου ξαφνικά και σ' αρπάζει από το λαρύγγι...

... Ο κόσμος υφαίνει την ανυπαρξία του και παρηγοριέται, καθώς ο ποιητής γυρεύει μια στάλα αιωνιότητα για ν' αγκαλιάσει την ψυχή του άλλου ανθρώπου...


 Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Α' (16 Φεβρουαρίου 1925-17 Αυγούστου 1931), εκδ. Ίκαρος, 1990

Σχόλια