Μιχαήλ Μητσάκης ~ Το εμμορφότερο πράμμα του κόσμου


Ας τιναχθεί κι ας αφρίσει αποκάτου απ’ την καρένα η θάλασσα! Το τρελό το καράβι πηδάει, από κύμα σε κύμα. Ο καπετάνιος, προσεκτικός στις ετοιμασίες του ταξιδιού, προστάζει τους σιωπηλούς και πρόθυμους ναύτες.
Οι ταξιδιώτες τραγουδάνε.
Ο πιο νιος απ΄ όλους, επήρε ένα κιουπάκι, γεμάτο από παλιό και καλό κρασί, το σήκωσε, το ακούμπησε απάνου στον μπάγκο. Και κάθε ένας απ' τους ταξιδιώτες, πίνει με τη σειρά του το ποτηράκι του, αφού πρωτύτερ’ αποκριθεί μ΄ ένα στίχο που τον παίρνει ο άνεμος, στην ερώτηση που του κάνουν, όλων των ταξιδιωτών οι φωνές τριγύρω:
«Στο Θεό σου, πες μας, τι είναι το εμμορφότερο πράμμα στον κόσμο;»
Από πού έρχεται το καράβι, και πού πάει τάχα;
Τι μας μέλει; Του πιθαριού του το κρασί είναι γερό.
«Στο Θεό σου, πες μας, τι είναι το εμμορφότερο πράμμα στον κόσμο;»
– Το εμμορφότερο πράμμα στον κόσμο είναι η αγάπη μου, λέει ένας σπουδαστής, ίσα με είκοσι χρόνων. Ο έρωτας είναι η μόνη ευτυχία.
– Η ευτυχία είναι εις τον πόλεμο, πετάεται ένας στρατιώτης. Το εμμορφότερο πράμμα στον κόσμο, είν’ ένας καβαλάρης, που χύνεται, με το σπαθί εις το χέρι.
– Όσο έχω 'γω μια κασίτσα γεμάτη και καλά φυλαγμένη!…, λέει ο φιλάργυρος.
Και ο γεωργός απαντάει: – Είν΄ άλλο τίποτα εμμορφότερο, από ένα χωράφι, χρυσωμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με στάχυα;...
Αλλά ο ποιητής, ορθωμένος: – Με τη δάφνη η Εμμορφιά στεφανώνεται. Τι ωραιότερο από τη δάφνη; Μα τον Απόλλωνα! Πού ακούστηκε πως η ευτυχία βρίσκετ’ αλλού παρά εις τη σκέψη;…
Μα ο μουσικός την ίδια την ώρα: – Τι τη θέλεις τη σκέψη; Ένιωσες ποτέ σου τι λέει τ’ αηδόνι; Τ’ ακούς μοναχά, κι αυτό φτάνει.
Και ο ζωγράφος, με πείσμα: – Η Εμμορφιά δε βρίσκεται σε ήχους και λόγια. Η Εμμορφιά είναι εικόνα.
Μα κι ο φιλόσοφος, αγριεμένος: – Τι λέτε, τους κραίνει. Η Εμμορφιά είναι η Αλήθεια.
– Είναι η Επιτυχία! φωνάζει με χειρονομίες ένας πολιτευόμενος, που πήγαινε στην πατρίδα του να βάλει κάλπη.
– Μωρέ καλά λες! του κάνει αμέσως ο τυχοδιώκτης· η Εμμορφιά είναι μια νταρντάνα, με όξω τα στήθια, που κρατάει τα χαρτιά του τυχερού τζογαδόρου.
– Ω!, μουρμουρίζει σιγά – σιγά κ' ένας έμπορος, τι άσχημο που είναι να παίζεις! Να λογαριάζεις, μάλιστα, να πράμμα!
Μα κ' ένας παπάς, κάνοντας το σταυρό του: – Ω αδελφοί μου, τι καλύτερο απ' την πίστη, τι ομορφότερο απ' την προσευχή;…
Αλλά, έξαφνα: – Κατάρα! εμούγγρισεν ο καπετάνιος, και οι τραγουδιστάδες σιωπήσαν αμέσως τρομαγμένοι. Κατάρα!… Σκάστε, να πάρ’ ο διάολος… Σφίχτε το πανί!…
Γιατί η θάλασσα είχεν αγριέψει, και για το ναυτικό, η Εμμορφιά γελάει στου καραβιού του την πρύμη, όταν, ύστερ’ απ’ την καταιγίδα, μπαίνει καμαρωτό στο λιμάνι.
Και την ίδια στιγμή, μια παρέα χαρούμενα σκυλόψαρα, ακολουθούσαν τ’ αυλάκι που χάραζε στα κύματα το πλοίο, κ' εκουβέντιαζαν, κ' έλεγαν αναμεταξύ τους:
– Το ομορφότερο πράμμα στον κόσμο, είναι ένα καράβι που πάει να βουλιάξει στο φούντο, γεμάτο από ταξιδιώτες!



Μιχαήλ Μητσάκης, Αφηγήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, φιλολογική επιμέλεια: Μανόλης Σέργης

Σχόλια