Matsuo Bashō ~ Μόνο τα όνειρά μου συνεχίζουν



Πάει κι αυτό το φθινόπωρο. Ένα σύννεφο κι ένα πουλί µεγαλύτερος. 

Τι καθαρό φεγγάρι! Και να το σέρνει έτσι στη σκόνη αυτός ο µοναχός!

Λυσσοµανούσε παγωνιά το φθινόπωρο όλη νύχτα πίσω από τα βουνά.

Μπλε το πέλαγος, βαθύ, φουρτουνιασµένο. Το φεγγάρι κουτσοπίνει το κρασί του µε το κύµα.

Αργά ή γρήγορα, πίσω απ’ αυτή την πόρτα που σκέπασαν τα χόρτα, µια νέα γενιά θα µεγαλώνει κούκλες.

Τώρα που κοιτάζω το φεγγάρι... κανείς δεν ήταν τόσο ωραίος στη χθεσινή γιορτή.

Αν είναι θλίψη ένας πίθηκος που κλαίει, τι είναι ένα παιδί χαµένο µεσ’ στη θύελλα.

Ξεπάγιασαν φθινόπωρο στα χείλια µου οι λέξεις.

Φεύγω κι αφήνω πίσω µου δυο φθινόπωρα αγάπη.

Τι πάει να πει ήρθε ο καιρός του θερισµού; Το καπέλο µου µόλις που χορτάριασε.

Μεσάνυχτα: η δροσιά δανείζεται ύπνο από το σκιάχτρο.

Το απόγευµα τραβάει ολοµόναχο το δρόµο.

Πες «µ’ έχουν κουράσει τα παιδιά» κι αν ξαναδείς λουλούδια...

∆εν πέθανα. Πάντα είναι απόγευµα, όταν τελειώνουν τα ταξίδια.

Όπου να’ ναι θα πεθάνει το τζιτζίκι. Μόνο η φωνή του δε φαίνεται ν’ ανησυχεί.

Γαλήνη. Μόνο το τζιτζίκι ακονίζει τη φωνή του στα βράχια.

Ένας γρύλος: η αβάσταχτη σκληρότητα να περάσεις τη ζωή σου µ’ ένα κράνος στο κεφάλι.

Το κοράκι: σκονισµένος µετανάστης στη γύµνια ενός κλαδιού.

Ύστερα από µια στιγµή µελαγχολίας, ο κορµοράνος ρίχνεται µε απίστευτη όρεξη στο ψάρεµα.

Κλαίνε οι αράχνες; Τι πάει να πει: ο αέρας κελαηδάει;

Όσο υπέροχο κι αν είναι το φεγγάρι, το σκουλήκι δουλεύει µυστικά στην καρυδιά.

Μια µπανανιά µέσα στη µπόρα. Οι σταγόνες της βροχής ηχούν σκοτάδι.

Παράξενο λουλούδι ο ουρανός του φθινοπώρου.

Μετά από τόσα λουλούδια, κάτι γλυτσίνες έµειναν για τα ποιήµατά µου.

Η θάλασσα σκοτείνιασε. Η φωνή της αγριόπαπιας ασπρίζει ανεπαίσθητα.

Αχ, το χορτάρι του καλοκαιριού! Ό,τι απόµεινε απ’ τα µεγαλεπήβολα όνειρα των πολεµιστών.

Ένας έρηµος δρόµος: νυχτώνει.

Κάποτε-κάποτε, τα σύννεφα θέτουν εκτός υπηρεσίας τους ρεµβαστές του φεγγαριού.

Ήρθε η άνοιξη. Πρωί-πρωί, η οµίχλη σαβανώνει έναν ανώνυµο λόφο.

Ένα βατράχι λύνει τη γλώσσα του νερού. Κι είναι παλιά, σοφή η λιµνούλα.

Η άνοιξη αποχωρεί. Τα πουλιά θρηνολογούνε στα µάτια των ψαριών.

Φυσάει ένας άνεµος πιο γυµνός κι από τα βράχια.

Καθώς περνούν τα χρόνια ο πίθηκος φοράει µάσκα πιθήκου.

Στο βάθος της κοιλάδας, ο κορυδαλλός κελαηδάει τη διακήρυξη της ελευθερίας του.

Ο αγρότης µουρµουρίζει φυτεύοντας το ρύζι. Εδώ ριζώνουν τα τραγούδια.

Το άλογό µου καλπάζει στα χωράφια. Είµαι κι εγώ µεσ’ στην εικόνα! Ακούτε;

Κάποτε, σ’ ένα ταξίδι, ξαπλωµένος κάτω από µιαν ανθισµένη κερασιά, ένιωσα µέρος µιας θεατρικής παράστασης.

Ανήκω στους ανθρώπους που τρώνε πρωινό, απολαµβάνοντας το µεγαλείο της αυγής.

Την διακρίνω καθαρά. Μια γερόντισσα άγνωστη, χαµένη. Μοναδικός αυτόπτης µάρτυς το φεγγάρι.

Στο φως της µέρας, η πυγολαµπίδα είναι ένα έντοµο όπως όλα.

Μεσ’ στο σκοτάδι, ένα ολόκληρο κοπάδι γηρατειά κρύβονται στην αγκαλιά µου.

Βγες έξω να δεις πώς ανθίζουν τα λουλούδια στη φτώχεια.

Αρρώστησα. Μόνο τα όνειρά µου συνεχίζουν το ταξίδι σ’ αυτή την ερηµιά.


Το 1681, σε µια εξοχή του Έντο, του σηµερινού Τόκιο της Ιαπωνίας, υπήρχε ένα µικρό και άνετο σπίτι. Έξω από την πόρτα του βρισκόταν µια µπανανιά. Την είχε φυτέψει κάποιος κάτοικος της περιοχής, για να ευχαριστήσει τον άνθρωπο που του έµαθε την τέχνη του Χαϊκού. Ο δάσκαλος της ποίησης είχε µετακοµίσει στο σπίτι πριν από λίγο καιρό και το αναπάντεχο δώρο τον γέµισε χαρά. Ήταν 36 χρόνων κι ένιωθε µέσα του πως µοιάζει µε αυτό το δέντρο που στεκόταν έξω από την πόρτα του, όπως εκείνος στη µέση του δρόµου της ζωής. Τα µεγάλα φύλλα της µπανανιάς, ανατρίχιαζαν µε το παραµικρό φύσηµα της θαλασσινής αύρας. Τα µικρά λουλούδια της ήξεραν πως δεν θα κάνουν ποτέ καρπό στο κλίµα της Ιαπωνίας. Ήταν ένα παντελώς άχρηστο δέντρο κι όµως τόσο όµορφο. Το ίδιο κι εκείνος. Ζούσε µόνος. Τα βράδια που δεν είχε κανένα συντροφιά του, καθόταν κι άκουγε τον άνεµο. Όταν έβρεχε, η µοναξιά γινόταν πιο βαθιά. Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν στη στέγη και ο ήχος τους έµοιαζε παράξενα αρµονικός, γεµάτος φύλλα και σκοτάδι. «Μια µπανανιά µέσα στη µπόρα. Οι σταγόνες της βροχής ηχούν σκοτάδι». Το παραπάνω Χαϊκού βεβαιώνει την πνευµατική συγγένεια του ποιητή µε το δέντρο. Μερικοί από τους σπάνιους επισκέπτες του µπόρεσαν να την διαπιστώσουν από κοντά. Κάποιοι άλλοι δεν είδαν τίποτε περισσότερο από ένα αναγνωριστικό σηµάδι, στην πόρτα ενός σπιτιού. Αργότερα, άρχισαν να λένε το µέρος «Μπασό», δηλαδή µπανανιά. Το παρατσούκλι δεν άργησε να κολλήσει στον κάτοικο του σπιτιού που έµελλε να γίνει γνωστός σαν «∆άσκαλος Μπασό». Περιττό να πούµε πως του άρεσε και το κράτησε µέχρι το θάνατό του...



Ματσούο Μπασό, Μόνο τα όνειρά μου συνεχίζουν, μτφρ./ εισαγωγή και επίλογος Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Ερατώ, 2002

Περισσότερα εδώ.


Σχόλια