Μίλτος Σαχτούρης

 
Αυτοσχόλια (Πηγή: http://www.24grammata.com/?p=2391 )      

"Όταν πέθανε ο πατέρας μου το ’39 και ξέσπασε ο πόλεμος του ’40, πήρα και έκαψα όλα τα πανεπιστημιακά μου βιβλία. Είπα: «Τέρμα η Νομική!». Τα ’καψα, τρόπος του λέγειν. Τα πιο πολλά τα πούλησα. Ή τα αντάλλαξα με γαλλικά βιβλία: συλλογές ποιημάτων και άλλα. Το Διεθνές Δίκαιον, θυμούμαι, με ένα Λαρούς. Και έκτοτε δόθηκα απερίσπαστος, χωρίς αναστολές, στην ποίηση".

"Τα ποιήματά μου εγώ δεν τα γράφω κομματιαστά. Ούτε τα ανακαλύπτω σιγά-σιγά.
[…] μου ξεπηδάνε από μέσα μου μονοκόμματα. Καμιά φορά δύσκολα, αλλά ολόκληρα. Άλλη ιστορία, αν μερικά τα παιδεύω και βδομάδες ολόκληρες, από δω και από κει. Είχα ταξιδέψει, θυμάμαι, ένα καλοκαίρι εκδρομή με τη Γιάννα <Περσάκη – ζωγράφο, σύντροφο βίου του ποιητή>. Εγώ κλείστηκα και δούλευα τρία ποιήματα μαζί.
[…] Και τα τρία ταυτόχρονα. Ούτε κατάλαβα αν πήγα και πού πήγα εκδομή: Αίγινα; Πόρος;"

"Για τα χρώματα, που αναφέρονται συχνά στα ποιήματά μου. Ιδίως το μαύρο και το κόκκινο του αίματος, το χρώμα της ζωής και των ημερών μου. Μα την αίσθησή τους την είχα από πάντοτε μέσα μου. Από δώδεκα χρονών άρχισα και ζωγράφιζα. Τα είδε μια μέρα ο πατέρας μου, δικαστικός αυστηρός που με προόριζε για τα νομικά, και τα ’σκισε: «Τι! Ζωγράφος θα γίνεις…», μου είπε".

"Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες. Με μάσκες ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει απαράλλαχτα και με τις μάσκες των ιθαγενών".

"Τον ποιητή τίποτε δεν τον εγγίζει, ούτε ο χρόνος. Γιατί έχει μέσα του το παιδικό, το γεροντικό και το δαιμονικό συγχρόνως".


Γ. Δάλλας, Ο Ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ό.π., σσ. 107, 254, 255, 256, 259.

ΤΑ ΔΩΡΑ

Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό
Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής

Σχόλια