Helen Keller ~ Η ιστορία της ζωής μου
“Κράτησε το πρόσωπό σου κάτω από τις ηλιαχτίδες και ποτέ δεν θα δεις την σκιά”
Η Ιστορία της ζωής μου
“Η πιο σημαντική μέρα της ζωής μου είναι η μέρα που ήρθε κοντά μου η δασκάλα μου, η Άνι Μάνσφιλντ Σάλιβαν. Γεμίζω απορία και θαυμασμό κάθε φορά που σκέφτομαι τις αμέτρητες αντιθέσεις που έχουν αυτές οι δυο ζωές που έζησα. Ήταν 3 Μαρτίου 1887, τρεις μήνες προτού κλείσω τα εφτά.
Το απόγευμα αυτής της αλησμόνητης ημέρας καθόμουν άφωνη στην πόρτα και περίμενα. Είχα καταλάβει κάπως από τα νοήματα της μητέρας μου και την πυρετώδη κίνηση στο σπίτι, ότι κάτι ασυνήθιστο επρόκειτο να συμβεί. Είχα στραμμένο το κεφάλι μου προς τον ουρανό κι ο απογευματινός ήλιος έλουζε το πρόσωπο μου, περνώντας μέσα από το πυκνό αγιόκλημα που σκέπαζε την είσοδο. Τα δάχτυλά μου από μόνα τους σχεδόν, χάιδευαν τα γνώριμα φύλλα και τα μπουμπούκια που μόλις είχαν βγει για να καλωσορίσουν τη γλυκιά άνοιξη του Νότου. Δεν ήξερα τι θαύματα και εκπλήξεις μου φύλαγε το μέλλον. Βδομάδες τώρα ο θυμός κι η πίκρα με μαστίγωναν αλύπητα και μια βαθιά χαύνωση είχε ακολουθήσει αυτόν τον παθιασμένο αγώνα.
Σας έτυχε ποτέ να βρεθείτε πάνω σ’ ένα βαπόρι και να σας τυλίξει μια πυκνή ομίχλη σαν χειροπιαστό λευκό σκοτάδι και το μεγάλο καράβι να ρίχνει βολίδες, ψάχνοντας να βρει την ακτή, όλο ένταση κι ανυπομονησία, και σεις να περιμένετε καρδιοχτυπώντας πως όπου να’ ναι κάτι φοβερό θα συμβεί; Σαν ένα τέτοιο καράβι ήμουνα προτού αρχίσει η εκπαίδευσή μου, μόνο που εγώ δεν είχα ούτε πυξίδα, ούτε βολίδες κι ούτε είχα κανέναν τρόπο να μάθω πόσο κοντά ήταν το λιμάνι. «Φως, δώστε μου φως», ήταν η άφωνη κραυγή της ψυχή μου και κείνη ακριβώς την ώρα το φως της αγάπης έπεσε πάνω μου.
Ένιωσα βήματα να πλησιάζουν. Άπλωσα το χέρι μου νομίζοντας πως ήταν η μητέρα μου. Κάποιος το πήρε και με σήκωσε και με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του. Ήταν αυτή που ήρθε να μου αποκαλύψει το καθετί και, πάνω απ’ όλα, να μ’ αγαπήσει.
Το άλλο πρωί με οδήγησε στο δωμάτιο της και μου’ δωσε μια κούκλα. Την είχαν στείλει τα μικρά τυφλά παιδιά του Ιδρύματος Πέρκινς και την είχε ντύσει η Λόρα Μπρίντζμαν μα εγώ αυτό το έμαθα αργότερα. Αφού έπαιξα λίγη ώρα μαζί της, η Μις Σάλιβαν σχημάτισε αργά με τα δάχτυλά της στο χέρι μου τη λέξη «κ-ο-ύ-κ-λ-α». Ένιωσα αμέσως ενδιαφέρον γι αυτό το παιχνίδι με τα δάχτυλα και προσπάθησα να το μιμηθώ. Όταν τελικά κατάφερα να γράψω σωστά τα γράμματα, πλημμύρισα από παιδιάστικη χαρά και περηφάνια. Έτρεξα κάτω στη μητέρα μου, σήκωσα το χέρι μου κι έφτιαξα τη λέξη «κούκλα». Δεν ήξερα ότι έτσι σχημάτιζα μια λέξη ούτε καν ότι υπήρχαν λέξεις. Απλά έβαζα τα δάχτυλα να μιμούνται τα δάχτυλα των άλλων, σαν τη μαϊμού. Τις επόμενες μέρες έμαθα να σχηματίζω με τον ίδιο τρόπο πολλές λέξεις, όπως «καρφίτσα», «καπέλο», «κούπα» και μερικά ρήματα: «κάθομαι», «στέκομαι», και «περπατάω». Αλλά πέρασαν πολλές βδομάδες προτού καταλάβω πως το κάθε τι έχει ένα όνομα.
Μια μέρα που έπαιζα με την καινούργια κούκλα μου, η Μις Σάλιβαν έβαλε στην αγκαλιά μου την παλιά μεγάλη κούκλα, σχημάτισε «κ-ο-ύ-κ-λ-α» με τα δάχτυλα και προσπάθησε να με κάνει να καταλάβω ότι η λέξη «κ-ο-ύ-κ-λ-α» ταίριαζε και στις δυο. Το πρωί, είχαμε φιλονικήσει εξαιτίας των λέξεων «κ-α-ν-ά-τ-α» και «ν-ε-ρ-ό». Η Μις Σάλιβαν προσπαθούσε να βάλει στο μυαλό μου ότι «κ-α-ν-ά-τ-α» είναι κανάτα και «ν-ε-ρ-ό» είναι νερό, αλλά εγώ όλο και τα μπέρδευα. Απογοητευμένη, άφησε τότε αυτό το θέμα, αλλά το επανέλαβε στην πρώτη ευκαιρία. Εκνευρίστηκα μ’ αυτές τις προσπάθειες, άρπαξα την καινούργια κούκλα και την πέταξα με δύναμη στο πάτωμα. Ευχαριστήθηκα όταν ένιωσα στα πόδια μου τα κομμάτια της σπασμένης κούκλας. Δεν ένιωσα ούτε λύπη, ούτε μεταμέλεια μετά το παθιασμένο μου ξέσπασμα. Δεν αγαπούσα την κούκλα. Στον κόσμο το σιωπηλό και σκοτεινό που ζούσα, δεν υπήρχε δυνατό αίσθημα τρυφερότητας. Αισθάνθηκα πως η δασκάλα μου συμμάζεψε τα κομμάτια σε μια άκρη του τζακιού και ικανοποιήθηκα γιατί η αιτία της ενόχλησής μου έφυγε. Μου’ φερε το καπέλο μου και κατάλαβα πως θα πηγαίναμε βόλτα στη λιακάδα. Αυτή η σκέψη, αν μπορεί μια άφωνη αίσθηση να ονομαστεί σκέψη, μ’ έκανε να χοροπηδήσω και να σκιρτήσω από χαρά.
Κάποιος έβγαζε νερό και η δασκάλα μου έβαλε το χέρι μου στο στόμιο της αντλίας. Καθώς το κρύο νερό έπεφτε στο ένα μου χέρι, εκείνη σχημάτισε στο άλλο τη λέξη «νερό», πρώτα αργά, μετά πιο γρήγορα. Στεκόμουν ακίνητη. Όλη μου η προσοχή ήταν στραμμένη στις κινήσεις των δάχτυλων της. Ξάφνου απόχτησα συνείδηση κάποιου που’ χα λησμονήσει, το σύγκρυο μιας σκέψης μου ξανάρθε και κάπως έτσι μου αποκαλύφτηκε το μυστήριο της γλώσσας. Τότε πια κατάλαβα ότι «νερό» σήμαινε το θαυμάσιο δροσερό «κάτι» που έτρεχε πάνω στο χέρι μου. Αυτή η ζωντανή λέξη ξύπνησε την ψυχή μου, τη γιόμισε φως, ελπίδα, χαρά, την ελευθέρωσε. Υπήρχαν ακόμη φραγμοί, είναι αλήθεια, αλλά φραγμοί που με τον καιρό θα έπεφταν.
Έφυγα απ’ το αντλιοστάσιο διψασμένη για μάθηση. Το καθετί είχε ένα όνομα και το καθετί γεννούσε μια καινούργια σκέψη. Καθώς γυρνούσαμε σπίτι, ό,τι άγγιζα μου φαινότανε πως αναρριγούσε από ζωντάνια. Κι αυτό γιατί έβλεπα το καθετί με την καινούργια παράξενη όραση που είχε έρθει. Όταν περάσαμε την πόρτα, θυμήθηκα την κούκλα που είχα σπάσει. Πήγα στο τζάκι και συμμάζεψα τα κομμάτια. Μάταια προσπάθησα να τα αποσυναρμολογήσω. Τότε τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Είχα καταλάβει τι είχα κάνει και για πρώτη φορά αισθάνθηκα λύπη και μεταμέλεια. Έμαθα πολλές καινούργιες λέξεις εκείνη τη μέρα. Δεν τις θυμάμαι όλες. Ξέρω όμως ότι ανάμεσά τους ήταν οι λέξεις μητέρα, αδελφή, δασκάλα. Λέξεις που έκαναν τον κόσμο ν’ ανθίσει, «όπως η ράβδος του Ααρών, με λουλούδια». Το βράδυ εκείνης της αξέχαστης ημέρας δεν υπήρχε στον κόσμο παιδί πιο ευτυχισμένο από μένα, έτσι, καθώς ξαπλωμένη στο μικρό μου κρεβάτι ξαναζούσα τη χαρά όλων αυτών που πέρασα και για πρώτη φορά στη ζωή μου, περίμενα ανυπόμονα να ξημερώσει η καινούργια μέρα”.
Έλεν Κέλλερ / Helen Keller
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου