Witold Gombrowicz ~ Διαθήκη

 Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Μπορείτε να μου διηγηθείτε τη ζωή σας σε σχέση με το έργο σας;       

Ούτε τη ζωή μου γνωρίζω, ούτε το έργο μου. Σέρνω το παρελθόν πίσω μου σαν σκονισμένη ουρά κομήτη και για το έργο μου γνωρίζω ελάχιστα. Σκοτάδι και μαγεία. Οφείλω, βλέπετε, να ζητήσω εκ των προτέρων συγγνώμη. Σε αυτές εδώ τις κάπως βιαστικές εξομολογήσεις, δεν θα μπορώ πάντα να αποφεύγω λέξεις κάπως δυνατές, όπως μαγεία. Ή σκοτάδι. Είχα διαβάσει κάποτε τα απομνημονεύματα ενός ορειβάτη, όπου περιέγραφε πώς είχε ανέβει σε ένα πολύ ψηλό και δύσβατο βουνό. Ε, λοιπόν, η περιγραφή του είχε αλλοιωθεί πλήρως από το γεγονός ότι ο συγγραφέας, καθώς ένιωθε την ανάγκη να ενδώσει στην αθλητική ταπεινοφροσύνη, είχε γράψει: «Το αριστερό μου πόδι γλίστρησε και για δέκα δευτερόλεπτα έμεινα κρεμασμένος πάνω από την άβυσσο, μέχρι το δεξί μου πόδι να βρει μια προεξοχή στον βράχο». Η αθλητική του ταπεινοφροσύνη δεν του επέτρεψε να μεταφέρει στην πρότασή του όλη την απεραντοσύνη της αβύσσου, την απεραντοσύνη της προσπάθειάς του, την απεραντοσύνη του φόβου του. Για να σας καθησυχάσω, θα προσθέσω πως στη ζωή και στο έργο μου το δράμα και το αντίδραμα μπερδεύονται τόσο, που γίνονται αδιαχώριστα, όπως κι οι μεγάλες λέξεις εξισορροπούνται από τις μικρές. Ας αρχίσουμε με την οικογένειά μου. Έχει σημασία. Κατάγομαι από οικογένεια ευγενών η οποία για τετρακόσια περίπου χρόνια είχε τα κτήματά της στη Λιθουανία, όχι μακριά από το Βίλνο και το Κόβνο. Με τις εκτάσεις γης που κατείχε, τα δημόσια αξιώματα που είχε λάβει και τις επιγαμίες της, η οικογένειά μου βρισκόταν λίγο πιο πάνω από τον μέσο όρο των Πολωνών ευγενών, δίχως να ανήκει όμως στην αριστοκρατία. Μολονότι εγώ δεν ήμουν κόμης, είχα κάποιες θείες κόμισσες, αλλά κι αυτές δεν ήταν της αφρόκρεμας, ήταν στο ενδιάμεσο. Το 1863, ο τσάρος της Ρωσίας δήμευσε τα κτήματα του παππού μου, του Ονούφρε Γκομπρόβιτς, ο οποίος είχε κατηγορηθεί άδικα ότι συμμετείχε στην πολωνική εξέγερση. Ο παππούς μου, με όσα χρήματα του είχαν απομείνει, απέκτησε μια μικρή έκταση διακόσια χιλιόμετρα νότια της Βαρσοβίας, όπου και γεννήθηκα. Ο πατέρας μου δεν ήταν μόνο γαιοκτήμονας, εργάστηκε επίσης και στη βιομηχανία. Ξεκίνησε στο Μποντζέχοφ ως διευθυντής ενός εργοστασίου χάρτου το οποίο ανήκε στον παππού μου, τον Κοτκόφσκι. Στη συνέχεια, κατέλαβε διάφορες θέσεις στη διεύθυνση μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων. Ο γιος του, ο πατέρας μου δηλαδή, ο Γιαν, παντρεύτηκε μια κόρη με καλή προίκα, θυγατέρα του Ιγκνάτσε Κοτκόφσκι, ιδιοκτήτη των κτημάτων Μποντζέχοφ, και αγόρασε το Μαλοσίτσε.
Έτσι, λοιπόν, σ’ αυτή την προυστιανή εποχή, στις αρχές του αιώνα, ήμασταν μια ξεριζωμένη οικογένεια με ελάχιστα ξεκάθαρη κοινωνική θέση, η οποία ζούσε ανάμεσα στη Λιθουανία και το παλαιό Συνταγματικό Βασίλειο της Πολωνίας, ανάμεσα στη γη και τη βιομηχανία, ανάμεσα σε ό,τι αποκαλούμε «καλή κοινωνία» και σε μια άλλη κοινωνία, μεσαίας τάξης. Ήταν αυτά τα πρώτα «ανάμεσα» της ζωής μου, τα οποία αργότερα πολλαπλασιάστηκαν τόσο, που στο τέλος έγιναν σχεδόν η κατοικία μου, ο αληθινός γενέθλιος τόπος μου.
Ο πατέρας μου; Όμορφος, ψηλός, αρχοντάνθρωπος, ανεπίληπτος και ακριβής, μεθοδικός, όχι ιδιαίτερα ανοιχτόμυαλος, ευαίσθητος στα ζητήματα της τέχνης, συνεπής καθολικός, χωρίς όμως υπερβολές. Η μητέρα μου από την άλλη, όλο ζωντάνια, ευαίσθητη, προικισμένη με αχαλίνωτη φαντασία, τεμπέλα, ράθυμη, νευρική, υπερβολικά σχεδόν νευρική, γεμάτη συμπλέγματα, φοβίες, παραισθήσεις.
(...) Καλλιτέχνης είμαι λόγω της μητέρας μου. Από τον πατέρα μου κληρονόμησα τη διαύγειά του, τη γαλήνη του, την αίσθηση της πειθαρχίας. Η μητέρα μου όμως είχε ένα επιπλέον εξαιρετικά εκνευριστικό χαρακτηριστικό, ανήκε σ’ αυτό το είδος των ανθρώπων που είναι ανίκανοι να δουν τον εαυτό τους όπως είναι πραγματικά. Ακόμα χειρότερα: Πίστευε ακράδαντα πως ήταν το αντίθετο απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα – και αυτό έφτανε στα όρια της πρόκλησης.
Όπως είπα, ήταν από τη φύση της τεμπέλα και της έλειπε οποιαδήποτε πρακτική αίσθηση. Εκείνες τις προυστιανές ημέρες είχαμε πλήθος υπηρέτες, τα παιδιά τα πρόσεχε η Γαλλίδα γκουβερνάντα κι η μητέρα μου το μόνο που έκανε ήταν να δίνει οδηγίες στον μάγειρα, στην καμαριέρα ή στον κηπουρό. Κάτι που δεν την εμπόδιζε να λέει όλη την ώρα «πως όλο το νοικοκυριό περνούσε από τα χέρια της», πως «η δουλειά είναι αρχοντιά», πως «ο κήπος στο Μαλοσίτσε ήταν έργο του μόχθου της», πως «ευτυχώς που έχω πρακτικό μυαλό». «Στον ελεύθερό μου χρόνο, μου αρέσει να διαβάζω Σπένσερ και Φίχτε» δήλωνε με κάθε ειλικρίνεια, μολονότι τα έργα των φιλοσόφων αυτών κατελάμβαναν τα χαμηλά ράφια της βιβλιοθήκης, με τις άκοπες σελίδες τους να βγάζουν μάτι.
Η Ντομινίκ, βλέπετε, ήταν από τη φύση της
παρορμητική, αφελής
ιδιότροπη
λάτρης της κοσμικής ζωής
αναρχική
νευρική
λαίμαργη
ήθελε τη βολή της.
Νόμιζε πως ήταν
λογική, διαυγής
πειθαρχημένη
διανοούμενη
οργανωτική
θαρραλέα
λιτοδίαιτη
ασκητική στα όρια του ηρωισμού.

Στην πραγματικότητα θαύμαζε όλα όσα δεν ήταν. Τη συνάρπαζαν οι διακεκριμένοι γιατροί, οι καθηγητές, οι μεγάλοι στοχαστές και οι σοβαροί άνθρωποι εν γένει. Το ιδανικό της ήταν μια μητέρα με άκαμπτες (καθολικές) αρχές που αφοσιώνεται στα καθήκοντά της και θυσιάζεται για την οικογένειά της. Με πόση ιερή αφέλεια ταυτιζόταν με ό,τι θαύμαζε!
Αυτή με ώθησε στο καθαρό παράλογο, στο παράδοξο, που έγινε αργότερα ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της τέχνης μου. Εμείς, τα αγόρια (ήμασταν τρεις, οι δύο μου αδελφοί κι εγώ, ο αγαπημένος τους), ανακαλύψαμε από νωρίς τον καλύτερο τρόπο για να τη βασανίζουμε και να την πειράζουμε. Αρκούσε να λέμε το αντίθετο σε ό,τι έλεγε. Σύντομα, εγώ και ο αδελφός μου ο Γιέζε γίναμε μάστορες στο παιχνίδι αυτό. Έλεγε η μητέρα μου: «Ο ήλιος λάμπει», κι εμείς με τη μεγαλύτερη έκπληξη του κόσμου τής απαντούσαμε: «Πώς; Μα τι λες τώρα; Αφού βρέχει».
«Τι μανία κι αυτή να λέτε συνέχεια βλακείες!»  ανταπαντούσε εκνευρισμένη, αλλά ο Γιέζε συνέχιζε με συμφιλιωτικό ύφος: «Ας πούμε ότι δεν βρέχει, αλλά θα μπορούσε να βρέχει». Κι ύστερα από μια στιγμή περισυλλογής, συνέχιζα κι εγώ: «Ας πούμε ότι δεν βρέχει, αν όμως έπιανε βροχή, τότε θα έβρεχε». 
(...) Δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πόσο θαυμάσια δασκάλα ήταν! Τίποτε δεν ήταν υγιέστερο και πιο διδακτικό, τίποτε δεν διαμόρφωσε περισσότερο τον χαρακτήρα και την ευφυΐα μου από τα τρομακτικά της ελαττώματα. Ήταν για μένα ένα σχολείο αξιών. Τα ψέματα που έλεγε στον εαυτό της μου προκαλούσαν απελπισία σε βαθμό τρέλας και όξυναν μέσα μου το αίσθημα της ποιότητας – της αξίας που βρίσκεται στη βάση κάθε καλλιτεχνικής εργασίας.
Αυτό ακριβώς είναι η τέχνη: η επιλογή του καλύτερου, η απόρριψη αυτού που είναι λιγότερο καλό· θεμελιώνεται στην πιο  αυστηρή ιεράρχηση αξιών, σε μια διαρκή διαδικασία αξιολόγησης. Άρχισα λοιπόν να καταλαβαίνω τι είναι το κριτικό πνεύμα, η αντικειμενική κρίση, η απόσταση, η άρνηση να υποταχθείς στις εύκολες και βολικές ψευδαισθήσεις. Έπαιζα μαζί της χρόνια ολόκληρα, χωρίς στάλα ελέους, χωρίς αγάπη, γεμάτος παγερή ειρωνεία. Μ’ αγαπούσε πολύ. Από τη μητέρα μου κληρονόμησα τη λατρευτική σχέση που έχω με την πραγματικότητα. Θεωρώ τον εαυτό μου μανιώδη ρεαλιστή. Ένας από τους κύριους στόχους της γραφής μου είναι να χαράξω μέσα από το Εξωπραγματικό έναν δρόμο που να οδηγεί στην Πραγματικότητα. Η μητέρα μου ήταν, νομίζω, η πρώτη χίμαιρα εναντίον της οποίας έβαλα...
 
 
 
 Βίτολντ Γκομπρόβιτς,Διαθήκη, μτφρ. Θεόφιλος Τραμπούλης, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, 2014
 Witold Gombrowicz, Testament: Entretiens avec Dominique de Roux (http://www.gombrowicz.net/Testament-Entretiens-avec.html)
 
Περισσότερα για τον συγγραφέα: http://www.gombrowicz.net/

 
 

 
 


 
 
 

 

Σχόλια