Κωστής Παπαγιώργης ~ Η κόκκινη αλεπού * Οι ξυλοδαρμοί
Ένας κύριος που από καθέδρας και ανιδρωτί διδάσκει όλα αυτά που δεν μπορεί να ζήσει, ο καθηγητής που αναλύει την κατηγορική προσταγή, τον ηθικό νόμο, την αθανασία της ψυχής και δυο στενά παρακάτω παζαρεύει κατεργάρικα τα ραδίκια στο μανάβη, δεν είναι να πεις δόλιος ή απατεώνας. Του συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Δεν κατοικεί μέσα στα λόγια του. Επ’ ουδενί, δεν μπορεί να δώσει τον εαυτό του για παράδειγμα. Στην πραγματικότητα, άλλα λέει και άλλα κάνει, με άλλο κεφάλι διδάσκει και με άλλο κεφάλι ζει και, κατά βάθος, ούτε και ο ίδιος συνειδητοποιεί πώς κατάφερε να ενσαρκώνει αυτή την αλλόκοτη διπροσωπία, αυτή τη δικέφαλη ύπαρξη.
Οι πανεπιστημιακές επιτροπές που διανέμουν τα διπλώματα κατέχουν σε βάθος αυτό το πολύτιμο μυστικό. Όταν έχουν να προκρίνουν κανένα χειρουργό, κανέναν οφθαλμίατρο, κανέναν οικονομολόγο, του βγάζουν το λάδι στις εξετάσεις γιατί, δε θέλει και πολλή σοφία, ένας αδέξιος χειρουργός αποτελεί δημόσιο κίνδυνο, όπως άλλωστε κι ένας αδαής τραπεζίτης. Εξαιτίας ενός αλμπάνη οφθαλμίατρου ενδέχεται να χάσεις το φως σου, αλλά εξαιτίας ενός κακού θεωρητικού της αισθητικής – αν μπορεί να υπάρχει καλός σ’ αυτή την ανύπαρχτη δουλειά - ποιο φως θα στερηθείς; Ποιος κινδυνεύει από έναν καθηγητή της φιλοσοφίας που κάνει λάθη; Έτσι θα μπορούσε ν’ αρχίζει ή να τελειώνει ένα σταυρόλεξο για ανόητους.
Η αλήθεια των λόγων μας ανήκει μόνο αν την εξαγοράζουμε με το τομάρι μας. Σκαμπίλι άγνευτο δεν παίζεται. Αυτή είναι η μόνη στέρεη παιδεία. Κάποιος που υπηρετεί τις ιδέες του, που τολμάει να πάει στη σκηνή, να ανέβει στο βουνό – ε, αυτός είναι σαν τα λόγια του, τόσο σωστός και τόσο πλανημένος, πληρώνει τη νύφη με λεφτά παντελονάτα, άρα είναι φίλος και αποδεκτός. Αλλά πώς να γίνει φίλος ένας που φιλολογεί πάνω στην υποτιθέμενη αλήθεια του, που είναι ειλικρινής μόνο όταν πηγαίνει στους γιατρούς να εξεταστεί;
Δε δέχονται να δοκιμαστούν ως ασκούμενοι: αυτό είναι το απογοητευτικό με τους θεωρητικούς. Ένας δικηγόρος σπουδάζει μερικά χρόνια και στη συνέχεια, σαν να τελειώσανε τα ψέματα, αρχίζουν τα αληθινά ψέματα της δουλειάς. Από τα κιτάπια και τη θεωρία κατέρχεται πια στο γκεζί. Αναγκαστικά περνάει από τη θεωρία στην πράξη, από τις διακηρύξεις στην πραγματικότητα. Αλλά ένας άκαπνος θεωρητικός πώς να περάσει στην πράξη; Κατεβάζοντας ως τ’ αυτιά τη τραγιάσκα του βιβλιογνώστη, μιλάει ασταμάτητα για παλάτια που δεν είδε.
Ο πλατωνιστής φερ’ ειπείν κόπτεται για το Σωκράτη, άνθρωπο της αγοράς, χωμάτινο και λάτρη του χειροπιαστού, που δε μίλαγε ποτέ στον αέρα, που δοκίμαζε τα πάντα στην ίδια του τη ζωή, και θα πρέπει να διαβούν χρόνια για να αντιληφθεί, μετά από άγονες δοκησισοφίες και ανάλατα φληναφήματα, ότι ουσιαστικά μιλάει για κάτι που τον αρνείται ριζικά. Ενώ αυτός κρύβεται πίσω από τα λόγια του, ο γιος του Σωφρονίσκου ό,τι ξεστόμιζε το έλεγε επειδή – όπως λέμε - το «έλεγε η καρδιά του». Και δεν είναι σύμπτωση ότι στα νέα ελληνικά αυτή η φράση δηλώνει θάρρος. Αν κάτι το λέει η καρδιά σου, θα σε βάλει σε κίνδυνο. Διαφορετικά η μόνη λύση είναι να μιμείσαι τον σελιδοδείκτη.
Εδώ άλλωστε φωλιάζει το πρόβλημα με την ερίτιμο αδελφότητα των εγγραμμάτων:
δε γυρεύουν να εγκολπωθούν την όποια διδασκαλία τους, να την εκθέσουν στα κύματα της ζωής, τους αρκεί να γίνουν τζουτζέδες της. Πώς να μην καταντήσει ο κόσμος των γραμμάτων μασκαράτα και κάλπικο ανθρωπομάζωμα; Όταν ακονιτί διδάσκουν ό,τι άλλοι άνθρωποι κατάκτησαν με βάσανα, πώς να εκτιμήσουν τα βάσανα; Αυτοί μελετητές είναι, ορντινάτσες, μεταφραστές, διερμηνείς, πιστοί στο γράμμα. Φυλάνε τα ρούχα του νεκρού. Τίποτε άλλο.
Για όλη αυτή την επονείδιστη κουστωδία μία είναι η συμβουλή: πες αυτό που σε παιδεύει, μην ντρέπεσαι, φανού αυτός που είσαι, κάψε το ψευδοεγώ του πανεπιστημίου, πέτα τις βάτες από τους ισχνούς ώμους σου – πάψε να βρυχάσαι και να κάνεις το θηρίο!
Είναι τόσο μεγάλο το κακό που παθαίνουμε με τη μόρφωση, την παθητική πολυμάθεια και τους τίτλους, ώστε όταν η ζωή ζορίζει – τα κάνει αυτά - και τελειώνουν κάποια αστεία, όταν δηλαδή έχεις ανάγκη το μύχιό σου για να σταθείς στα πόδια σου, αυτό αποδεικνύεται τόσο θαμμένο, τόσο φωτοφόβο, ώστε πρέπει να ουρλιάξεις για να σε αφουγκραστεί. Με τους ξυλοδαρμούς δεν συμβαίνει τίποτα διαφορετικό. Μόλις δυο άνθρωποι αρχίσουν τα σπρωξίματα και τις ψιλές, αυτοστιγμεί κάνουν φτερά όλα τα επίθετα: γυαλιά, ψεύτικα δόντια, περούκες, γραβάτες, γιακάδες, ταυτότητες και αλυσίδες με σταυρούς, για να απομείνει μόνο ό,τι πραγματικά τους ανήκει: το αίμα τους και η αλαφιασμένη τους ανάσα. Ενήμερος όλων αυτών ο Ρουσώ, στα περί αγωγής των νέων, είναι κατηγορηματικός: όχι λόγια στους νέους, πράγματα μόνο, όχι θεωρίες και κούφιες ιδέες, αλλά ζωή. Όταν λοιπόν ένας υπερφίαλος μπούλης, χθεσινό αυγό με άλλα λόγια, ζεστός ακόμα από την κοιλιά της μάνας του, έρχεται να εκφράσει την αγάπη του για το μέγα «δύνασθαι» της σκέψης, χρειάζεται ιδιαίτερη τέχνη για να του απαντήσεις. Αντί να τον αφήσεις να βελάζει (για το μεταμοντέρνο, για το Θεό, την Ιστορία, για το Είναι και τα όντα, για τον αν η ζωή έχει νόημα - άλλο καζανάκι αυτό! -, για την αλλοτρίωση και τα παρόμοια), αντί να τον παπαρίζεις στον ώμο, δώστου καλύτερα καθαρτικό, βάλε τον να σου πει τι πραγματικά τον απασχολεί και ανάγκασέ τον να αρχίσει (φτου κι από την αρχή).
Λένε ότι ο Βάρναλης εφάρμοζε κατά γράμμα αυτή την ψυχοσωτήρια μέθοδο. Όταν κάποτε ένας νεαρός του πήγε μιαν ερωτικής υφής ποιητική συλλογή, αφού πρώτα τη διεξήλθε, αρκέστηκε να του πει: «Παιδί μου, βρες μια γυναίκα να γαμήσεις». Se non e vero, e ben trovato, για κάθε νήπιο και για κάθε ξεμυαλισμένο ινφάντη.
Κωστής Παπαγιώργης, Η κόκκινη αλεπού - Οι ξυλοδαρμοί, εκδ. Καστανιώτη, 1992
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου