Μένης Κουμανταρέας ~ Ο θησαυρός του χρόνου
Ο καιρός είναι αρκετά ζεστός παρ' όλες τις κάποιες ριπές, ανοιξιάτικες όμως κι αυτές. Καθόμαστε στην κοντινότερη πλατεία, προφυλαγμένοι κάτω από μια ριγέ τέντα ζαχαροπλαστείου. Αυτά τα παλιά ζαχαροπλαστεία με τις βιτρίνες τους γεμάτες λαγουδάκια, κόκκινα αυγά που έχουν ξεμείνει από το Πάσχα και πάστες λαχταριστές. Πάστες που είχαν πότε το όνομα της Ροζίτας Σεράνο, μιας ξένης τραγουδίστριας της μόδας, κι άλλοτε το όνομα μιας πόλης του βορρά – Κοπεγχάγη –, μέρος όπου ποτέ δεν θα βρει κανείς τέτοια πάστα. Το κατάστημα, βέβαια, δεν έχει μουσική, πράγμα αδιανόητο σήμερα, όπου ακόμα και τα τυροπιτάδικα διαθέτουν ηχογραφημένο θόρυβο από λαϊκά, αρχοντορεμπέτικα και ροκάδικα της συμφοράς, φύρδην μίγδην όλα. Κουβεντιάζουμε μέσα στην ευεργετική ησυχία, ενώ συγχρόνως παρατηρούμε την παρέλαση των περαστικών, κάτι που ποτέ δεν με κουράζει, πλάθοντας υποθετικά σενάρια και αποδίδοντας στα άγνωστα πρόσωπα ιδιότητες που τα ίδια ούτε τις φαντάζονται. Κάτι που στη συνέχεια των συναντήσεών μας κουράζει τη Λιλή, που δεν έχει το ίδιο μυθιστορηματικό ενδιαφέρον όπως εγώ. Μα και τότε ακόμα η Λιλή με ακολουθεί πειθήνια. Είναι άνοιξη, είναι τα πρώτα μας βήματα στη ζωή μαζί, κι έχει όλη τη διάθεση να μάθει για μένα, όπως κι εγώ για κείνη.
«Άκουσα πως γράφεις», την ακούω να μου λέει, «και πως παίζεις πιάνο, είναι αλήθεια;»
«Μισή αλήθεια, Λιλή. Δεν ξέρω σε ποιο απ' τα δύο είμαι καλύτερος, κι αν είμαι καλός σε ένα απ' αυτά».
Χαμόγελο.
«Θα το καταλάβεις μόνος σου. Θα φανεί. Εγώ από πιάνο δεν ξέρω πολλά, αλλά βιβλία διαβάζω».
Μου αποκαλύπτει ότι διαβάζει Παπαδιαμάντη και Μυριβήλη αλλά και Ντοστογιέφσκι και Τσέχωφ.
Μιλήσαμε για τις οικογένειές μας. Ο πατέρας μου στέλεχος κάποιας οικονομικής υπηρεσίας σε υπουργείο, η μητέρα μου νοικοκυρά.
«Ζείτε μαζί;» με ρωτά. «Πότε ναι και πότε όχι».
«Δηλαδή;»
«Όταν είμαστε μαλωμένοι, μένω σ' έναν θείο μου». «Παράξενο. Εγώ ζω τόσο καλά με τους δικούς μου!
Ο πατέρας μου έμπορος, όπου να 'ναι, παίρνει σύνταξη, η μητέρα μου νοικοκυρά. Χρυσός άνθρωπος. Έχω και δυο αδελφές, τη Νίνα και τη Δόμνα, η μία σπούδασε αρχιτέκτων, η άλλη Διακοσμητική. Έχω και πολλά ξαδέλφια. Με όλους πολύ αγαπημένοι».
Νίνα και Δόμνα: άκουγα για πρώτη φορά τα ονόματά τους. Έμελλε να γίνω αδελφός τους κι εγώ.
«Πώς έτυχε να έρθεις στα Γραφεία;» τη ρωτώ.
«Δουλεύω από τα είκοσι. Σε συμβολαιογραφεία. Δουλειά πολύ κουραστική, έπειτα σε ασφαλιστικές εταιρείες, όπου εκεί τα καταφέρνω καλύτερα. Η επιθυμία μου ήταν να γίνω αεροσυνοδός ή δασκάλα, λατρεύω τα παιδιά, μα ο πατέρας μου με απέτρεψε κι απ' τα δυο. Στα Γραφεία με έστειλε από την τελευταία μου δουλειά ένας προϊστάμενος».
«Κι εμένα ο πατέρας μου μου απαγόρευσε να βγω στο θέατρο ή να κάνω μια δουλειά που να έχει σχέση με τη μουσική, εφόσον από μικρός έπαιρνα μαθήματα πιάνου. "Θα πεθάνεις στην ψάθα", συνήθιζε να μου λέει. Έκτοτε οι ψάθες που έχουν οι είσοδοι σ' ένα σπίτι ή σε μια κάμαρη φαντάζουν στα μάτια μου μικρά φέρετρα».
Εδώ η Λιλή γελά.
«Αργότερα», συνέχισα, «τα πράγματα χόντρυναν, οι απόψεις μας για τη ζωή, την τέχνη, την πολιτική ήσαν εκ διαμέτρου αντίθετες. Δέχτηκα να προσληφθώ σε αυτή τη δουλειά μόνο και μόνο για να πάψει να γκρινιάζει και, βέβαια, να 'χω κι ένα χαρτζιλίκι κι εγώ».
«Κατάλαβα. Πάντως, σ' εμάς δεν μοιάζεις και πολύ ευτυχής. Αλήθεια όμως, δεν μου είπες, με τη μουσική τι θα έκανες;»
«Θα πήγαινα να σπουδάσω κανονικά σε ωδείο. Θα γινόμουν πιανίστας, διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης, οτιδήποτε».
«Και τα γραψίματά σου;»
«Γι' αυτά δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σπουδή και δίπλωμα. Κανένα πανεπιστήμιο δεν μπορεί να σε μάθει να γράφεις».
«Κάτι χρειάζεται όμως – τι;» είχε ρωτήσει αθώα όσο και σοφά η Λιλή.
«Χρειάζεται να διαβάζεις βιβλία και τους ανθρώπους. Να ζεις παρατηρώντας με τα μάτια της φαντασίας, προπαντός να ζεις εντατικά. Να έχεις καθαρή ψυχή».
Με κοίταξε στα μάτια.
«Και οι δικοί σου τι λένε γι' αυτά;»
«Αυτοί κι ας διαβάζουν, όμως μισούν τα γραψίματα.
"Μόνο αν γινόσουν ένας Ξενόπουλος ή ένας Μυριβήλης", μου είπε ο πατέρας μου, "μα εσύ δεν μπορείς να τους μοιάσεις. Είσαι φυγόπονος"».
«Αλήθεια, έτσι σε είπε; Φυγόπονο! Εσύ τι λες γι' αυτό;»
«Εγώ το μόνο που θέλω είναι να φύγω. Όσο για το δεύτερο συνθετικό, τον πόνο, τον αισθάνομαι αδελφό. Αυτόν που δεν έχω».
«Καημένο παιδί», και μου έπιασε το χέρι. Η παλάμη της έκαιγε. Λες και η λέξη «πόνος» να της είχε ξυπνήσει μέσα της μια κρυφή πληγή, κάτι σαν προαίσθηση.
Πόσο διαφορετικό είναι το άγγιγμα του γυναικείου χεριού! Τα αντρικά χέρια είναι μόνο για χειραψίες, για γροθιές και για χαστούκια. Ακόμα κι όταν κάνεις έρωτα μ' έναν αρσενικό, είναι σαν να παλεύεις. Ενώ το γυναικείο χέρι είναι σκέτο βάλσαμο. Το μόνο αξιόπιστο για χάδια.
Το μόνο πάντως για το οποίο δεν μιλήσαμε με τη Λιλή εκείνη την πρώτη μέρα εξόδου μακριά από τα Γραφεία ήταν τα ερωτικά μας. Σαν να ήταν κάτι άβολο και άβατο, κάτι για το οποίο δεν έπρεπε, τουλάχιστον ακόμα, να γίνει λόγος. Όμως, επειδή η Λιλή είναι έξυπνη, θέλω να πω βαθιά και ουσιαστικά έξυπνη, κι επειδή είναι οπλισμένη με ένστικτο, είμαι σίγουρος πως από τότε κάτι καταλάβαινε για μένα και ψυχανεμιζόταν.
Ψυχανεμίζομαι, να μια λέξη ξεχασμένη στο σημερινό λεξιλόγιο, μα που τότε, τα χρόνια εκείνα, την έλεγαν ακόμα, την πρόφεραν με στοργή, είτε οι καλλιεργημένοι είτε ο απλός λαός. Σήμερα όσοι τύχει να την πούμε την προφέρουμε με μια κρυφή ενοχή, χωρίς απόλαυση.
Στα χρόνια εκείνα η απόλαυση – μιας και ειπώθηκε κι αυτή η λέξη – δεν είχε να κάνει με το σημερινό «περνάμε καλά», «το ευχαριστιόμαστε», και τα παρόμοια. Τότε είχε ένα ειδικό βάρος, είτε επρόκειτο για ένα βιβλίο, μια μουσική είτε για την απόλαυση που δίνει μια συντροφιά ερωτική ή φιλική. Οι λέξεις τότε είχαν ένα ειδικό βάθος και βάρος, όχι ότι μιλούσαμε για φιλοσοφία, αλλά εξαιτίας του ότι η ίδια η ζωή ήταν μια φιλοσοφία από μόνη της. Ο πόλεμος, οι στερήσεις και ό,τι αδελφοκτόνο επακολούθησε μας είχαν σφυρηλατήσει στο αμόνι τους. Νομίζω ότι αυτό που διέφθειρε τον σημερινό κόσμο, κι ας ακούγεται κοινότοπο, είναι η τυφλή πίστη στο χρήμα, η εύκολη προσέγγιση των αγαθών, η επιδερμική άποψη περί ευδαιμονίας.
Μπορεί και άλλα, για τα οποία δεν έχω άποψη.
[...] Ό,τι κι αν μεσολάβησε όλα αυτά τα χρόνια, η πρώτη έξοδος με τη Λιλή μένει στη μνήμη μου ανεξίτηλα. Η ίδια η σχέση που αναπτύξαμε μοιάζει με εξιλέωση ή γιατρικό για όλα εκείνα τα χρόνια στα Γραφεία. Τα χρόνια στα οποία, εγώ τουλάχιστον, δάνεισα τη νιότη μου ασυλλόγιστα.
«Ευτυχώς που έμεινε και κάτι καλό απ' όλα αυτά τα χρόνια», της λέω καμιά φορά, «κι αυτό είναι που σε γνώρισα».
Μένης Κουμανταρέας, Ο θησαυρός του χρόνου, εκδ. Πατάκη, 2014
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου