Haruki Murakami ~ Ο Κάφκα στην ακτή


Το αγόρι που το έλεγαν Κρόου αφήνει έναν αναστεναγμό, έπειτα ακουμπάει την άκρη των  δαχτύλων του πάνω στα κλειστά βλέφαρά του και αφήνει τη φωνή του να βγει μέσα από τα σώψυχά του. «Τι θα έλεγες να παίξουμε το παιχνίδι μας;» ρωτάει. «Εντάξει», του απαντάω. Κλείνω τα μάτια μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα. «Εντάξει, φαντάσου μια τρομερή αμμοθύελλα», αρχίζει. «Άδειασε το κεφάλι σου από κάθε σκέψη». Κάνω ό,τι μου λέει, αδειάζω το κεφάλι μου. Ξεχνάω ακόμα και το ποιος είμαι. Αδειάζω εντελώς. Και τότε διάφορα πράγματα αρχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια. Πράγματα τα οποία -καθισμένοι εδώ στον παλιό καναπέ στο γραφείο του πατέρα μου- μπορούμε και οι δυο να διακρίνουμε. «Μερικές φορές το πεπρωμένο είναι σαν μια μικρή αμμοθύελλα που αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση», συνεχίζει ο Κρόου. Μερικές φορές το πεπρωμένο είναι σαν μια μικρή αμμοθύελλα που αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση. Κι εσύ μπορεί να αλλάξεις κατεύθυνση, αλλά η αμμοθύελλα σε κυνηγάει. Στρίβεις ξανά, η αμμοθύελλα όμως σε ακολουθεί και συνεχίζεις ακατάπαυστα, σαν να χορεύεις ένα δυσοίωνο χορό με τον θάνατο, λίγο πριν ξημερώσει. Γιατί; Επειδή αυτή η αμμοθύελλα δεν ήρθε από κάπου μακριά, δεν είναι κάτι που δεν έχει καμία σχέση μ’ εσένα. Αυτή η αμμοθύελλα είναι εσύ. Βρίσκεται μέσα σου. Έτσι, δεν έχεις παρά να της παραδοθείς, να μπεις μέσα της, να κλείσεις τα μάτια σου και να βουλώσεις τα αυτιά σου, για να μην περάσει μέσα σου η άμμος, και βήμα βήμα να τη διασχίσεις. Δεν υπάρχει ήλιος εκεί, ούτε φεγγάρι, ούτε πυξίδα, καμία αίσθηση του χρόνου. Μόνο η υπέροχη λευκή άμμος που στροβιλίζεται και υψώνεται ψηλά στον ουρανό σαν σκόνη από κονιορτοποιημένα οστά. Μια τέτοια αμμοθύελλα πρέπει να φανταστείς. Και κάνω αυτό ακριβώς. Φαντάζομαι ένα λευκό φουγάρο να ορθώνεται κάθετα σαν χοντρό σκοινί. Τα μάτια μου είναι σφαλιστά, τα χέρια μου πάνω στα αυτιά μου: οι ψιλοί κόκκοι της άμμου δεν μπορούν να περάσουν μέσα μου. Η αμμοθύελλα όλο και πλησιάζει. Νιώθω τον αέρα να μαστιγώνει το δέρμα μου. Θα με καταπιεί στ’ αλήθεια. Το αγόρι που το έλεγαν Κρόου ακουμπάει απαλά το χέρι του πάνω στον ώμο μου και τότε η αμμοθύελλα εξαφανίζεται. «Από τώρα και στο εξής -ό,τι κι αν συμβεί- εσύ θα είσαι ο πιο δυνατός δεκαπεντάχρονος του κόσμου. Μόνο έτσι θα επιζήσεις. Και για να επιζήσεις, πρέπει να μάθεις τι σημαίνει δύναμη. Με παρακολουθείς;» Κρατάω τα μάτια σφαλιστά και δεν απαντώ. Θέλω μόνο να βυθιστώ στον ύπνο, το χέρι του πάνω στον ώμο μου. Ακούω το ελαφρύ φτερούγισμα των φτερών. «Θα γίνεις ο πιο δυνατός δεκαπεντάχρονος του κόσμου», ψιθυρίζει ο Κρόου καθώς βυθίζομαι στον ύπνο. Σαν να χαράζει πάνω στην καρδιά μου τις λέξεις, ένα βαθύ γαλάζιο τατουάζ. Και πρέπει στ’ αλήθεια να περάσεις μέσα από αυτή την άγρια, μεταφυσική, συμβολική αμμοθύελλα. Ανεξάρτητα από το πόσο μεταφυσική ή συμβολική είναι, εσύ μην κάνεις το λάθος και την παραβλέψεις: θα σε χαρακώσει βαθιά, σαν χίλια ξυραφάκια. Εκεί πολλοί θα ματώσουν, αλλά θα ματώσεις κι εσύ. Καυτό κόκκινο αίμα. Το αίμα ετούτο θα βάψει τα χέρια σου, αίμα δικό σου και των άλλων. Και μόλις η θύελλα κοπάσει, δε θα θυμάσαι πώς κατάφερες να τη διασχίσεις, πώς κατάφερες να επιζήσεις. Στην πραγματικότητα, δε θα γνωρίζεις πως η θύελλα κόπασε. Ένα όμως είναι βέβαιο. Όταν βγεις από κει μέσα, δε θα είσαι το ίδιο άτομο με εκείνο που μπήκε. Περί αυτού πρόκειται. Στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά μου, θα το σκάσω από το σπίτι, θα πάω σε μια μακρινή πόλη και θα ζήσω σε μια γωνιά κάποιας μικρής βιβλιοθήκης. Θα χρειαστεί μια βδομάδα ώστε να προετοιμαστώ για όλες τις λεπτομέρειες. Εν ολίγοις λοιπόν: στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά μου θα το σκάσω από το σπίτι, θα πάω σε μια μακρινή πόλη και θα ζήσω σε μια γωνιά κάποιας μικρής βιβλιοθήκης. Μοιάζει με παραμύθι, αλλά δεν είναι, πιστέψτε με. Όπως κι αν το διηγηθεί κανείς.
Περισσότερα: www.harukimurakami.com

Σχόλια