Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς... (Του Στέλιου Μουλά)


Γιώργος Σεφέρης, Η τελευταία μέρα
Αφού πέταξα στην… ανακύκλωση την υπόλοιπη εφημερίδα - «Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους» - και τι κόσμου! με ανεγκέφαλους, καλοπληρωμένους δημοσιογράφους, που ζουν αναίσθητοι και εγωκεντρικοί σε άλλο πλανήτη, ανάμεσα σε ανθρώπους που πάσχουν, έκανα μια βουτιά με τα μούτρα, στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας.
Κυκλοφόρησε στις 15-10-1972, περίπου έναν χρόνο μετά από τον θάνατο του Γ. Σεφέρη. Αναφέρει ως ημερομηνία γέννησής του, τη Δεκάτη τρίτη Μαρτίου του 1900, με το νέο ημερολόγιο, γιατί ο Σεφέρης γεννήθηκε στις 29-2-1900 (δίσεκτη χρονιά) και γι' αυτό είχε γενέθλια κάθε τέσσερα χρόνια… Επειδή είμαι των επετείων το αναφέρω, αλλά και για έναν άλλο λόγο
· αντιλαμβάνεται κανείς πόσο υποκειμενικός είναι ο χρόνος. 

Θετικό από μία μεριά, γιατί μπορείς να ταξιδεύεις σ' αυτόν, αν έχεις μάλιστα για καράβι την Τέχνη. «Συνομίλησα» πάλι με τον Σεφέρη· ήταν ένας μονόλογος, δικός του, που προσπαθούσε να απαντήσει στο πικρό ερωτηματικό που καθρεφτίζεται στην ύπαρξή μου, όλο αυτό το διάστημα. «Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς». Ο ποιητής της φθοράς, μου γαλήνεψε την ψυχή, προσπάθησε να μου απαντήσει για την παρουσία της απουσίας, για τον θάνατο: 

Επιτύμβιο 


Τα κάρβουνα μες στην ομίχλη ήτανε ρόδα ριζωμένα στην καρδιά σου κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπό σου κάθε πρωί.
Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσια έφυγες τ’ άλλο καλοκαίρι. 


Raven


...Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή...
[...] Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου χαϊδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά… 


Δεν νομίζω να μου απάντησε, απλά με ταξίδεψε πίσω, «μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης».


Τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα προσπαθούσαν να ακούσουν τη χάρτινη φωνή, τον αποσπασματικό μονόλογό του.
«Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει· στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος».


Μου απάλυνε τον πόνο, μ' έκανε να νιώσω ξανά τη ζωή, τη χάρτινη έστω, που είναι πολύτιμος καθρέφτης της πραγματικής, «περιμένω την άνοιξη και το οφείλω και σε σένα», αυτή ήταν η μοναδική μου απάντηση, που ξεστόμισα με λυγμούς, στον ποιητή της φθοράς.




Βιβλιογραφικές αναφορές


  • "Βήμα της Κυριακής" (20/1/2019). Γιώργος Σεφέρης / Αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού "Νέα Εστία".
  • Οδυσσέας Ελύτης (1959).  Άξιον Εστί, Τα Πάθη /Ανάγνωσμα δεύτερο / Οι Ημιονηγοί.
  •  Γιώργος Σεφέρης (1940). Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α' / Η τελευταία μέρα. 
  • Γιώργος Σεφέρης (1928-1937). Τετράδιο Γυμνασμάτων / Σχέδια για ένα καλοκαίρι / Επιτύμβιο.
  • Γιώργος Σεφέρης (1928-1937). Τετράδιο Γυμνασμάτων / Σχέδια για ένα καλοκαίρι / Raven.
  • Γιώργος Σεφέρης (1928-1937). Τετράδιο Γυμνασμάτων / Δοσμένα / Με τον τρόπο του Γ. Σ. 
  • Γιώργος Σεφέρης (1944). Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β' / Τελευταίος σταθμός.

Σχόλια