Θοδωρής Γκόνης ~ Εφτά λευκά πουκάμισα


ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Έχω έναν φίλο, καμία σχέση μ’ εμένα, εργάζεται πολύ και έχει τα πόδια του στη γη. Ξυπνά πρωί. Πολύ πρωί. Γι’ αυτόν δέκα το πρωί είναι μεσημέρι. Στις γιορτές έρχεται με τα καλά του κόσμου, με το άρωμα του δυόσμου. Ξεκινά από τον κλειστό του τόπο, από τα ψηλά βουνά, παίρνει τον χωματένιο δρόμο και έρχεται. Τον δρόμο αυτόν τον έχει ανοίξει μόνος του. Έχει πληρώσει ακριβά για το πέρασμα. Φέρνει τη σοδειά του, αγριοφράουλες, σουσάμι, μέλι, ανθότυρο, ψωμί, λάδι, κρασί. Βασιλικό του χειμώνα. Έρχεται με λόγια και με λέξεις. Από τη στροφή του δρόμου ακούς το βήμα του, ανοίγουν οι πόρτες από μόνες τους και το κεφαλόσκαλο τινάζει το πατάκι του. Έχω έναν φίλο, έρχεται πάντα στις γιορτές και όταν μπαίνει στο σπίτι και ακουμπά τις τσάντες στην κουζίνα και αρχίζει να βγάζει τα δώρα του, εμφανίζονται όλοι οι δικοί μου οι ξενιτεμένοι αυτού του κόσμου και παίρνουν τις θέσεις τους στο τραπέζι το γιορτινό. Του ζητώ κάθε φορά να με πάρει μαζί του, αρνείται, δεν μπορείς, μου λέει, δεν μπορείς, δεν έχεις πέρασμα, το πέρασμά σου το πήρε το βουνό και το ποτάμι. Κόπηκες.

Διηγήματα, μικρές ιστορίες που γράφτηκαν την περίοδο 2012-2017 ανάμεσα σε Βορρά και Νότο. Ιστορίες που γράφτηκαν με το μολύβι και τη γομολάστιχα. Με το σφυγμό τους. Με το ρυθμό της καρδιάς ενός ναυτικού, ενός νομάδα που μετακινείται διαρκώς με το μικρό του κοπάδι, ψάχνοντας το χόρτο του. Ιστορίες που γράφτηκαν κυρίως σε αίθουσες αναμονής αεροπλάνων, λεωφορείων και τρένων. Κι αν όχι όλες, οι περισσότερες κρύβουν ζηλότυπα στις αποσκευές τους το εισιτήριο της οριστικής επιστροφής. Μιας επιστροφής που διαρκώς αναβάλλεται.
Εφτά λευκά πουκάμισα. Η καλή φορεσιά ενός σπιτιού, που προσπάθησε να μην την τσαλακώσει ποτέ και τη φόρεσε μονάχα στις μεγάλες του ώρες. Στα ταξίδια του στις στενές θάλασσες και στους χωματένιους δρόμους αυτού του βίου.


(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο)


   
 

Σχόλια