Μια βάρκα θέλω ποταμέ να ρίξω από χαρτόνι... (Του Στέλιου Μουλά)


Στον Τάσο 

Γιατί μας έντυναν ναυτάκια στις γυμναστικές επιδείξεις του Δημοτικού;


Στα δεκαεφτά μου, όταν δούλεψα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης - είναι ολόκληρο κεφάλαιο οι εμπειρίες που απόκτησα εκεί - περπατώντας δίπλα στα ντοκ σήκωνα το κεφάλι και θαύμαζα τα θεόρατα καράβια με τα παράξενα ονόματα και τους κάβους που τα κρατούσαν δεμένα προσωρινά. Είχα γνωρίσει ήδη τη Φάτα Μοργκάνα και με τον πρώτο μου μισθό αγόρασα το «Πούσι».
Δεν είχα γνωρίσει ακόμη το πούσι της Θεσσαλονίκης.


«Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα»
................................................................................
«κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου εγίνη» 

Αργότερα και λίγο πριν κλείσω τα είκοσι, στο Στενό, αγόραζα όταν είχα λεφτά ένα πακέτο CAMEL και το κάπνιζα κοιτώντας τα καράβια που περνούσαν. Εκεί γνώρισα την κόρη της Φάτα Μοργκάνα. Μια πράξη νεανικής δειλίας και επιβεβλημένου ορθολογισμού, μ' έκανε να την προδώσω. 

«Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμποὺ στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθὼς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω»


Όταν γύρισα πια, έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο, που το έπνιξα κι αυτό στα νερά του Θερμαϊκού όταν σε γνώρισα και ξεκινήσαμε μαζί το ταξίδι που πια τελείωσε. 

Προχθές όμως, Μ. Παρασκευή πρωί (όλες οι Παρασκευές, από τότε που έφυγες έγιναν τέτοιες για μένα) και λίγο πριν ακούσω το «Ως άνθος μαραίνεται, και ως όναρ παρέρχεται», πήρα το μονοπάτι μέχρι να σε συναντήσω, για μια καλημέρα.

Δεν κυνηγώ, ποτέ δεν κυνηγούσα εμπειρίες, είμαι γδαρμένος όμως...
Η εικόνα που δεν την επιδίωξα, ψηλά ο Ήλιος σε έναν πεντακάθαρο ουρανό, ο Όλυμπος στο βάθος χιονισμένος, μπροστά του ο Θερμαϊκός και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης πνιγμένο στο πούσι. Στάθηκα και κοίταζα... Ακούστηκε μια μπουρού...


«Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι, να μην τολμήσεις να την δεις ποτέ από την στεριά»

Δεν πιστεύω στις προσευχές, δεν έχω προσευχητάρια... συνομιλώ όμως κάθε βράδυ, έρχονται ένας ένας, ο κυρ- Αλέξανδρος, ο κύριος Γιώργος, ο Μανώλης, ο Τάσος, ο Τίτος και προσπαθούν να με γαληνέψουν και να δώσουν απάντηση στο πικρό ερωτηματικό.

«Έφτασες χωρίς να σε προσμένω»

Ακούστηκε η μπουρού, ένα καράβι ερχόταν ή έφευγε, δεν μπόρεσα να διακρίνω, το πούσι μ' άφησε να διαλέξω...
Ήρθε ο ποιητής της Θάλασσας, ο Μαρκόνης:


«Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει".
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει»


Θόλωσ
α· δεν είναι απάντηση αυτή, στο πικρό ερωτηματικό. Του απάντησα: «αν ξεκολλήσει το καράβι απ' το μουράγιο πάει το έχασες», λες και δεν το ήξερε, έσπασαν οι κάβοι που με κρατάνε...  «Οι κάβοι ματίζονται» μου είπε. Μα δεν ξέρω να τους ματίζω, δεν έμαθα ποτέ. 

Συνέχισε να μου μιλάει :


«Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: Το Μάρτη
» 

Χάθηκε μέσα στο πούσι... 

Μου έμεινε ο διαβήτης λόγω επαγγέλματος, που αποφεύγω όμως να τον χρησιμοποιώ... 

Η άνοιξη έμεινε στάσιμη και βουβή προχθές «Μ. Παρασκευή»... 

Περιμένω τον Μάρτη...

«Μια βάρκα θέλω ποταμέ να ρίξω από χαρτόνι
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - ματώνει, δε σκοτώνει».


Βιβλιογραφικές Αναφορές


Σχόλια