Καθρέφτες (Του Στέλιου Μουλά)


Σε δύσκολες εποχές, περάσαμε πολλές μαζί, δούλευα με τον Παπανίκο που εκτός από την τέχνη του ασπριτζή, μου έμαθε κρυφές και άγνωστες σε μένα γωνιές της Θεσσαλονίκης στις οποίες περιπλανιόμασταν ώρες ολόκληρες.


Στην Εγνατία, δουλεύαμε σε ένα παλιό κτήριο, θα βάφαμε μόνο την όψη του και όχι το εσωτερικό του. Ήταν ένα κτήριο γραφείων, έρημο και εγκαταλειμμένο – υπάρχει ακόμη κι όποτε περνάω από εκεί το βλέπω, ξέροντας τι κρύβει μέσα του. 

Σ' ένα ραφείο, άδειο πια, στους τοίχους του υπήρχαν σημάδια από αυτά που αφήνουν τα έπιπλα, ένα τελειωμένο ημερολόγιο και σ' έναν μεγάλο χώρο ένας ξεχασμένος, μεγάλος καθρέφτης. Γιατί να τον δω; Ποιος ξέρει για ποιον λόγο δεν τον είχε πάρει ο ράφτης, όταν άδειασε τον χώρο, ίσως δεν του χρειαζόταν πια. Ίσως τον άφησε εκεί για να συνεχίζει να... καταγράφει την ερημιά. Ημερολόγιο εικόνων που δεν θα τελειώσει ποτέ, παρά μόνον αν σπάσει, αλλά και τότε θα κρατάει στα κομμάτια του μνήμες. Σαν τις ξεσκισμένες φωτογραφίες στο προαύλιο της Αγίας Σοφίας που συναρμολόγησε ο Μπάτης. Κομμάτια από στιγμές της ζωής που τις κατέγραψε ο καθρέφτης, αλλά δεν θα μπορέσει κανείς πια να τα συναρμολογήσει.

Ο καθρέφτης έστεκε εκεί, σκονισμένος από τον χρόνο και τόλμησα να περάσω από μπροστά του για να με καταγράψει και μένα.


Ακούστηκε μια φωνή:

«Πήγαμε στο νεκροτομείο να τον βρούμε. Εδώ κι αν ήταν οι κομματιασμένοι άνθρωποι κι οι αγγέλοι. Το τι είδαν τα μάτια μου εκεί δεν πρόκειται ποτέ μου να το πω».

Ποιος μίλησε;

Πάντα κάναμε βόλτες στην παραλία της Θεσσαλονίκης, με τη θάλασσα μπροστά της, τον μεγάλο αιώνιο καθρέφτη. Μας κατέγραφε και μάς. Κράτησε μέσα της, υγρές τις στιγμές που καθρεφτιζόμασταν σ' αυτήν. Από τότε που έφυγες δεν την έχω πλησιάσει, γιατί το ξέρω πως αν κοιτάξω θα δω πιο έντονη την απουσία σου, γιατί δεν θα σε βρω ποτέ πια να περπατάς πλάι μου.

Συνεχίζω να αποφεύγω τους καθρέφτες που μας κατέγραψαν...

Ποιος θα βρεθεί να ανασύρει απ' την θάλασσα και τους καθρέφτες, έστω και κομμάτια, τις εικόνες που κατέγραψαν; Τις κρατάνε μέσα τους και με πληγώνουν, γιατί ξέρω είναι εκεί κρυμμένες, είναι και μες στην μνήμη μου κομμάτια τους, που δεν μπορώ να τα συναρμολογήσω.

Έπειτα υπάρχουν και οι φωτογραφίες που δεν τραβήχτηκαν, στιγμές που δεν τις κατέγραψε κανένας καθρέφτης, μόνο η πληγωμένη μνήμη και δεν θα τις πω ποτέ.
Το βλέμμα που λείπει...


Χθες το βράδυ, χωρίς να την περιμένω «ήρθε» η Σοφία. Αυτή μας είχε «ενώσει» μ' ένα κείμενό της «Περί έρωτος», που όσες φορές κι αν της το ζήτησα δεν μου το έδωσε. Ο «πνευματικός» μου, έτσι την έλεγα. Με είχε «εξομολογήσει» κάποτε για έναν χαμένο έρωτα και μια πράξη νεανικής δειλίας, μια προδοσία... Μου είχε δώσει με τον τρόπο της... άφεση.

Όταν την είδα για τελευταία φορά στην πλατεία μας, κάπου στις δυτικές συνοικίες, εκεί που άνθιζαν οι φτωχοί μας έρωτες, ήταν απόμακρη, χαμένη· είχε ξεκινήσει ήδη το ταξίδι της. Την αγκάλιασα και τη φίλησα, όχι για να την αποχαιρετήσω, δεν μ' αρέσουν οι αποχαιρετισμοί. Δάκρυα κύλησαν από τους χάρτες της, γιατί ήξερε…

Χθες το βράδυ χωρίς να την ρωτήσω, μου απάντησε στο πικρό ερωτηματικό: 


«Πάντα στη σκιά η ζωή σαν άδειο πλάνο, 
για να χαράξεις βαθιά.
....................................................................................

Ωστόσο, δε θα με βρεις στους καθρέφτες της γης».


Έσπασαν πια οι καθρέφτες, μάτωσαν. Προσπαθώ να συναρμολογήσω, ανασύροντας από τη μνήμη μου κομματάκι κομματάκι την εικόνα σου, να φτιάξω έναν θόλο που θα με σκεπάσει, αλλά πάντα σχηματίζω, ένα αλλόκοτο ψηφιδωτό, με κομματιασμένους ανθρώπους και αγγέλους… 



Παραπομπές

- Γιώργος Ιωάννου (1964), Για ένα φιλότιμο / Ο Μπάτης
- Σοφία Κατζούρη (1986), Ήταν μια στιγμή 


Φωτογραφικό υλικό

- Θόδωρος Αγγελόπουλος (1998), Μία αιωνιότητα και μία μέρα
- Θόδωρος Αγγελόπουλος (1991), Το μετέωρο βήμα του πελαργού
- Κώστας Φέρρης (1983), Ρεμπέτικο / Το πρακτορείο

Σχόλια