Νέκυια (Του Στέλιου Μουλά)
Στις τελευταίες αγρυπνίες, προχωρημένο φθινόπωρο πια, ακουμπούσα το κεφάλι μου στον λευκό τοίχο, να αδειάσω τις σκέψεις μου πάνω του και να κρατήσω μονάχα την εικόνα... Δεν έκλεινα τα μάτια για να μην ταξιδέψω, περιμένοντας να ξημερώσει...
Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια, τις πιο πολλές φορές ήταν ταξίδια που έκανα με τη φαντασία μου, περιπλανήσεις του νου, συνειρμικό οδοιπορικό στο παρελθόν. Αποδράσεις από σκέψη σε σκέψη, αποδράσεις από εικόνα σε εικόνα. Η θάλασσα, αιώνιος καθρέφτης, πάντα με βοηθούσε σ' αυτό, αλλά πιο συχνά με «βοηθούσε» ένας τοίχος για να ακουμπώ το κεφάλι μου, σε κλειστούς χώρους της αναμονής και της μοναξιάς.
Κλείνω τα μάτια...
Ξεκινάει το ταξίδι, η κάθοδος.
Προσπαθώ να κοιτάξω στον σπασμένο καθρέφτη. Ν' ανοίξω την καταπακτή. Χτυπώ το κόκκινο γαρύφαλλο... το ρόπτρο. Θέλω να κατέβω να σε τραβήξω απ' το χέρι, μα δεν είμαι μουσικός. Κοιτάζω συνέχεια πίσω αμήχανα και φοβισμένος αναζητώ τη μορφή σου, να ξεκινήσουμε «καινούργιο ταξίδι» κι όταν σε βρίσκω, έρχεται ο τυφλός γέροντας που συνεχίζει την περιπλάνησή του:
«τρὶς μὲν ἐφωρμήθην, ἑλέειν τέ με θυμὸς ἀνώγει,
τρὶς δέ μοι ἐκ χειρῶν σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ
ἔπτατ'. ἐμοὶ δ᾿ ἄχος ὀξὺ γενέσκετο κηρόθι μᾶλλον» (1)
Ούτε σαν όνειρο... ο πόνος κοφτερός...
Για να μην πετάξεις, δεν πρέπει να γυρίσω πίσω να δω το πρόσωπό σου, πρέπει να κρατώ αυτό το αντίτιμο στο ένα χέρι μου, μπροστά στην Στύγα...
Για να «συνεχίσουμε» το ταξίδι, πρέπει να κοιτώ πάντα μπροστά.
Τι ταξίδι είναι αυτό; Θα με βγάλει από την ερημιά;
Νέκυια...
«σχέτλιοι, οἳ ζώοντες ὑπήλθετε δῶμ᾿ Ἀίδαο,
δισθανέες, ὅτε τ᾿ ἄλλοι ἅπαξ θνῄσκουσ᾿ ἄνθρωποι» (2)
Τι απογοήτευση, όταν ξυπνάς και διαπιστώνεις ότι το όνειρο ήταν μόνο όνειρο... και τι πίκρα. Ήδη δισθανής κι όμως αυτό το «ταξίδι» δεν μπορώ να το κάνω δύο φορές...
Ελπίζω όμως.
Ξημέρωσε... Καθώς ακόμη αντιστέκεται ο χειμώνας και πλησιάζει ο Μάρτης, ξεθαρρεύω, ξετρυπώνω πρωί πρωί από τη μονιά μου και βγαίνω στο φως. Αφήνω τον ήλιο να μου στεγνώνει τα υγρά μάτια, να μου θαμπώσει τις μυστικές εικόνες από τη φθορά της ύλης κάτω απ' το ρόπτρο. Αυτές που έρχονται νύχτα στον ύπνο μου «θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς» (3), τις κρατώ καρτερικά μόνο για μένα, δεν τολμώ να τις πω, ούτε θα τις πω ποτέ σε άλλους.
Μόνο στον ήλιο…
Έρχονται κάθε μέρα τα «ακροκέραμα» όπως τα έλεγες και μου κάνουν συντροφιά. Τους δίνω να φάνε υγρό ψωμί, για να μην σε λησμονήσουν.
Τα «ανταρτοπούλια» τα έδιωξε ο χειμώνας, κάτι τα τρόμαξε· έχουν καιρό να φανούν...
Τα περιμένω κι αυτά να γυρίσουν μαζί με την Άνοιξη.
Ερμηνευτικές σημειώσεις
1. Ομήρου Οδύσσεια -λ- (στ. 206-208)
Τρεις φορές χύθηκα με ορμή ν' αδράξω την ποθώντας,
και τρεις φορές με ξέφυγε σαν όνειρο, σαν ίσκιος·
και μες στα σπλάχνα μου έκανε πιο κοφτερό τον πόνο.
Μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης
2. Ομήρου Οδύσσεια -μ- (στ. 21-22)
Εσείς οι απόκοτοι, που μπήκατε και ζωντανοί στον Άδη!
Εσείς οι διπλοαποθανούμενοι - κι όλοι οι άλλοι μια πεθαίνουν!
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης, Ι. Κακριδής
3. Ομήρου Οδύσσεια -ν- (στ. 80)
Μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης
4. Νέκυια (<νέκυς=νεκρός), η κάθοδος στον Άδη, ένα απ' τα σημαντικότερα επεισόδια της Οδύσσειας.
5. Στύγα (Στυξ), θεότητα του Κάτω Κόσμου. Συνδέεται ετυμολογικά με το ποιητικό ρήμα στυγέω, που σημαίνει μισώ, βδελύττομαι, αποστρέφομαι και με τα επίθετα στυγερός και στυγνός.
5. Στύγα (Στυξ), θεότητα του Κάτω Κόσμου. Συνδέεται ετυμολογικά με το ποιητικό ρήμα στυγέω, που σημαίνει μισώ, βδελύττομαι, αποστρέφομαι και με τα επίθετα στυγερός και στυγνός.
Πίνακες ζωγραφικής
Υπέροχο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή