Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς ~ Το δάσος

Δεν κρατήθηκα. «Και πώς ξεκουράζονται εκεί τα πουλιά;», είπα.«Σ’ αυτά τα δέντρα έρχονται μόνο οι σκιές των πουλιών να καθίσουν», μου εξήγησαν ήσυχα με μια φωνή οι δύο άγνωστοι που με συντροφεύαν». «Ναι. Βλέπω», φώναξα. «Κοπάδια πουλιά κουρνιάζουν στα φυλλώματα χωρίς τα κορμιά τους». Οι σύντροφοί μου κοιτάχτηκαν μ’ απορία.
«Εσύ ποιος είσαι που μπορείς και τα βλέπεις;», γυρίζει και μου λέει ανήσυχος ο ένας. Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, σκύβει στον διπλανό του και τους ακούω που ψιθυρίζουν:
«Πώς βρέθηκε αυτός μαζί μας; Για δώσ’ μου τον κατάλογο να ρίξω μια ματιά».
«Δεν τον έχω απάνω μου. Μα τι τον ρωτάς; Αφού είδε, δικός μας θα ’ναι κι αυτός. Στο ’χω ξαναπεί, να κλείνεις καλά όταν βγαίνεις». Για πρώτη φορά τους πρόσεξα καλύτερα, τυλιγμένους στο λεπτό μενεξεδί φως του δειλινού. Φορούσαν τα ίδια ρούχα, τα ίδια πουκάμισα, τις ίδιες άσπρες γραβάτες και τα χλωμά τους πρόσωπα με το μικρό μαύρο μουστάκι ήταν ολόιδια. «Είσαστε δίδυμοι;», τους ρώτησα. Δε μ’ απάντησαν. Έστησαν μπρος μου έναν μεγάλο καθρέφτη. Κοιτάχτηκα κι είδα πως φορούσα κι εγώ τα ίδια ρούχα, την ίδια γραβάτα και πως το πρόσωπό μου, αγνώριστο, κατακίτρινο ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με το δικό τους. Η καμπάνα σήμανε μακριά. Με πήραν απ’ το χέρι κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε αμίλητοι τη χωματένια σκάλα. Ψηλά από πάνω μας φαινότανε ο ουρανός σκούρος γαλάζιος, στολισμένος με τα πρώτα αστέρια. Άνοιξαν τη φαρδιά καγκελόπορτα και μ’ έσπρωξαν σ’ έναν απέραντο κήπο, γεμάτον άσπρους στρογγυλούς βράχους. Πουθενά δε φαίνονταν λουλούδια. Μονάχα πρασινάδες. Όμως μια γνώριμη άχνα ανέβαινε μέσα απ’ τη γη, μεθυστική σα λιβάνι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου