Julio Cortázar ~ Κουτσό


Αφήναμε τα ποδήλατα στο δρόμο και μπαίναμε σιγά σιγά, σταματώντας κάπου κάπου για να κοιτάξουμε τον ουρανό, γιατί αυτή είναι μία από τις λίγες ζώνες στο Παρίσι όπου ο ουρανός είναι πιο ωραίος απ’ τη γη. Καθισμένοι σε μια ντάνα σκουπίδια κάναμε ένα τσιγάρο, και η Μάγα μου χάιδευε τα μαλλιά ή σιγοτραγουδούσε μελωδίες που κανείς ακόμα δεν τις είχε συνθέσει, κάτι αλλοπρόσαλλους σκοπούς που τους διέκοπταν αναστεναγμοί και αναμνήσεις.
Εγώ άρπαζα την ευκαιρία για να αναπολήσω άχρηστα πράγματα – μια μέθοδος που την είχα πρωτοεφαρμόσει, χρόνια πριν, σ’ ένα νοσοκομείο, και που κάθε φορά μου φαινόταν όλο και πιο γόνιμη και αναγκαία. Καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, συνδέοντας βοηθητικές εικόνες, φέρνοντας στο μυαλό μου μυρωδιές και πρόσωπα, κατάφερνα ν’ ανασύρω από το χάος ένα ζευγάρι καφετιά παπούτσια που φορούσα το 1940 στην Ολαβαρία: είχαν τακούνια από καουτσούκ και πολύ λεπτές σόλες, κι όταν έβρεχε, το νερό με περόνιαζε ως τα κόκαλα. Μ’ αυτό το ζευγάρι παπούτσια στo χέρι της μνήμης, τα υπόλοιπα έρχονταν μόνα τους: το πρόσωπο της δόνιας Μανουέλας, για παράδειγμα ή ο ποιητής Ερνέστο Μορόνι.
Τ’ απόδιωχνα, όμως, γιατί υποτίθεται ότι σκοπός του παιχνιδιού ήταν ν’ αναπλάθει το ασήμαντο, το επουσιώδες, το χαμένο. Τρέμοντας απ’ το φόβο μη και δεν μπορέσω να θυμηθώ, νιώθοντας να με τρώει το σαράκι της αναβλητικότητας, νιώθοντας ηλίθιος που κανάκευα το χρόνο, κατέληγα να βλέπω, αντί για τα παπούτσια, ένα κουτάκι τσάι Sol που μου ’χε δώσει η μητέρα μου στο Μπουένος Άιρες και το μικρό σουρωτήρι για το τσάι, το σουρωτήρι-φάκα όπου μαύρα ποντικάκια καίγονταν ζωντανά στο φλιτζάνι με το νερό που έβγαζε τσιριχτές μπουρμπουλήθρες.
Πεπεισμένος ότι η μνήμη συγκρατεί τα πάντα και όχι μόνο τις Αλμπερτίν και τους μεγάλους καζαμίες της καρδιάς και των νεφρών, επέμενα ν’ αναπλάσω τα περιεχόμενα του γραφείου μου στη Φλορέστα, το πρόσωπο μιας αναξιομνημόνευτης κοπέλας που την έλεγαν Γκεκρέπτεν, πόσους κονδυλοφόρους είχε μέσα η κασετίνα μου όταν πήγαινα πέμπτη δημοτικού, και στο τέλος μ’ έπιανε τρεμούλα κι απελπισία (γιατί δεν τα ’χα καταφέρει ποτέ να θυμηθώ τους κονδυλοφόρους, ξέρω πως ήταν μες στην κασετίνα, σε μια ειδική θήκη, αλλά δε θυμάμαι πόσοι ήταν, ούτε μπορώ να καθορίσω πότε ακριβώς πρέπει να ’ταν δύο ή έξι), ώσπου η Μάγα, φιλώντας με και εκπνέοντας στο πρόσωπό μου τον καπνό του τσιγάρου της και το ζεστό της χνότο, με συνέφερνε και βάζαμε τα γέλια και πιάναμε ξανά τις βόλτες μέσα στα σκουπίδια, ψάχνοντας αυτούς της Λέσχης. Και τότε συνειδητοποιούσα πως η αναζήτηση ήταν το έμβλημά μου, το έμβλημα αυτών που βγαίνουν τις νύχτες χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, φονιάδες των πυξίδων.
Με τη Μάγα μιλούσαμε για παταφυσική ώσπου να κουραστούμε, γιατί κι εκείνης της συνέβαινε (κι η γνωριμία μας ήταν αυτό, όπως και τόσα άλλα σκοτεινά σαν το φώσφορο του σπίρτου) να πέφτει μονίμως πάνω σε εξαιρέσεις, να βρίσκεται κλεισμένη σε σπιτάκια της κακιάς ώρας, κι όλα αυτά χωρίς να περιφρονούμε κανέναν, χωρίς να πιστεύουμε πως είμαστε τίποτα Μαλντορόρ ευκαιρίας ή προνομιακά περιπλανώμενοι Μέλμοθ.
Δε νομίζω πως η πυγολαμπίδα αισθάνεται καμιά ιδιαίτερη έπαρση απ’ το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως είναι ένα απ’ τα πιο φαντασμαγορικά θαύματα αυτού του τσίρκου, αλλά αρκεί να της αποδώσεις μια συνείδηση για να καταλάβεις πως, όποτε ανάβει το φως στην κοιλίτσα της, θα νιώθει ένα γαργάλημα προνομιακότητας. Έτσι και τη Μάγα τη γοήτευαν οι αδιανόητες καταστάσεις στις οποίες πήγαινε κι έμπλεκε, μόνο και μόνο επειδή καταλύονταν όλοι οι νόμοι της ζωής της. Ήταν απ’ αυτές που γκρεμίζουν τις γέφυρες απλώς και μόνον με το να τις διασχίζουν, ή θυμούνται κλαίοντας γοερά ότι είχαν δει σε μια βιτρίνα το λαχείο που μόλις κέρδισε πέντε εκατομμύρια. Όσο για μένα, είχα συνηθίσει πια να μου συμβαίνουν πράγματα μετριοπαθώς εντυπωσιακά, και δεν το θεωρούσα πια τόσο τρομερό να μπω σ’ ένα θεοσκότεινο δωμάτιο για να πάρω ένα άλμπουμ και να νιώσω να έρπει πάνω στο χέρι μου το ζωντανό σώμα μιας γιγάντιας σαρανταποδαρούσας που ’χε διαλέξει για να κοιμηθεί τη ράχη του άλμπουμ.




Χούλιο Κορτάσαρ / Julio Cortázar,
Κουτσό / Rayuela, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Orera, 2018

 

Σχόλια