«- Πού είσαι συ, βρε συφοριασμένε;» (Του Στέλιου Μουλά)
Τι κι αν είναι άνοιξη; Προχωρημένος Μάρτης, που τόσο τον περίμενα, ίσως για κάποιο «ταξίδι». Προσπάθησα να τον αντέξω αυτόν τον χειμώνα, νύχτες αγρυπνίας, γονατισμένος, αλυσοδεμένος στο μπαλκόνι. Να τον νικήσω, έτσι νόμισα...
«Είν' η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν' η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ' επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά».
Εγώ σου το έμαθα σε δύσκολες στιγμές που έχανα το θάρρος μου, με τη σκληρή πραγματικότητα να με κομματιάζει. Με γονάτιζε και πάντα μου άπλωνες το χέρι, να με σηκώσεις. Κομμάτι κομμάτι...
Έτσι προχτές το βράδυ, «Μ. Παρασκευή», στους πρώτους χαιρετισμούς, μουρμούριζα:
«Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου· ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι».
Ψαλμὸς ρμβ´.
Έβλεπα τα έργα σου, τα ποιήματα των χεριών σου πάνω στον τοίχο. Θυμήθηκα παλιές εποχές. Όταν τον έφτιαχνες, «έβλεπες» ήδη από την άλλη πλευρά τον καθρέφτη. Τον κοίταζα και γω κάθε πρωί αμήχανα, τον καταλάβαινα, αλλά... δεν ήξερα τι θέλει να πει.
Η απάντηση ήταν αυτό το πικρό ερωτηματικό που «καθρεφτίζεται» στο πρόσωπό μου, από τότε που κατάλαβα αδύναμος ότι θα φύγεις...
Τον κοίταζα και προχτές το βράδυ... Στις εκκλησίες έψελναν τους πρώτους χαιρετισμούς. Σου άπλωνα τα χέρια μου, γονατισμένος. Μου το 'χες πει, μου το 'χες γράψει πάνω στον «καθρέφτη»: «Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος». Στέκομαι μόνος και κοιτάζω ακόμη από την άλλη μεριά του υγρού καθρέφτη. Ψάχνω τα ίχνη των χεριών σου που τον έφτιαξαν, ψάχνω «χαιρετισμούς» από έναν πολύχρωμο κόσμο εντός μου, που άρχισε πια να γκριζάρει.
Τώρα που περιμένω - όπως περίμενα και σένα κάποτε - να σχολάσουν τα κορίτσια του μεροκάματου από το απέναντι καφέ, από το...νησί και καθυστερούν, μου έρχεται να τους φωνάξω: «πηγαίνετε στο αγόρι σας που περιμένει, ζήστε την Άνοιξή σας, θα φύγει...» . Τώρα που κάθομαι, μόνος πια τις νύχτες, αλυσοδεμένος στο μπαλκόνι και κοιτάζω τα ερωτευμένα ζευγαράκια που συνεχίζουν να περνάνε από τον δρόμο μας, μου έρχεται να του φωνάξω: «κράτα της σφιχτά το χέρι ρε, αγκάλιασέ την, γιατί ζεις την Άνοιξη και θα σου φύγει».
Τώρα πια, που μου λιγόστεψαν οι αγκαλιές... «Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ' αισθήματα», σιγομουρμουρίζω εντός μου:
«Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον».
Ψαλμὸς ρμβ´.
Θέλω να σε βλέπω, τώρα που «έστρεψες» το πρόσωπό σου, με «άφησες » αλυσοδεμένο να... περιμένω από την άλλη μεριά του καθρέφτη. Μα είμαι άνυδρη γη πια... δεν φτάνουν τα δάκρυα. Παλεύω να κάνω το βήμα - «ομοιωθήσομαι» - για να σε ξαναδώ.
Είναι όμως κι η Άνοιξη που προχωράει ανελέητη και δεν βοηθάει...
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1905), Τρώες
Ψαλμὸς ρμβ´. (142ος), Α΄Χαιρετισμοί
Φωτογραφίες
Φράσεις από την τοιχογραφία – καθρέφτη, της Ντιάνας Νούσιου
Φωτογραφίες
Φράσεις από την τοιχογραφία – καθρέφτη, της Ντιάνας Νούσιου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου