"Ευαγγελισμός" σε πολύχρωμους τοίχους (Του Στέλιου Μουλά)


Πρωινό ξύπνημα τότε, πριν από δεκαέξι χρόνια, σε ένα καινούργιο σπίτι, σε μια καινούργια ζωή - έτσι λέγαμε. Αφήναμε πίσω μας μια ζωή δύσκολη, γεμάτη από αγάπη, αλλά δύσκολη. Ξεκινούσαμε πάλι μαζί από την αρχή, να χτίσουμε καινούργια όνειρα. Πρώτη μέρα, Κυριακή, ηλιόλουστη... Ζήσαμε τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μας.

Τελείωσαν τα χρόνια...
«Ως άνθος μαραίνεται, και ως όναρ παρέρχεται».

Γύριζε όλη τη νύχτα στον ύπνο μου: «Νεραντζούλα φουντωμένη, νεραντζούλα φουντωμένη πού είναι τ' άνθη σου, Νεραντζούλα, πού είναι τ' άνθη σου πού είναι η πρώτη εμορφιά σου και τα κάλλη σου. Φύσηξε βοριάς κι αέρας και τα τίναξε».

Πρωινό ξύπνημα, όπως τότε, όχι ακριβώς όπως τότε... Άνοιξη και τώρα όπως τότε, Μάρτης, ο χώρος ίδιος... ηλιόλουστη μέρα. Μα όλα έχουν αλλάξει. Κοιτάζω μόνο προσεκτικά τα λουλούδια μας, αν πέταξαν μάτια απ' τον κορμό τους, αν συνεχίζουν... Πλησιάζει ο δικός μας Ευαγγελισμός. Θα έρθω να σου φέρω ένα κόκκινο γαρύφαλλο.




«η ωραία κόρη
Κύριε
π' αγαπούσαμε
ήτανε ωσάν
κυκλάμινο
μέσα στο νεκρικό της
το κρεβάτι».  


Δεν άργησε να ακουστεί το ηπειρώτικο μοιρολόι, όπως εκείνο το ξημέρωμα της παιδικής μου ηλικίας... 

«ας βουρτσίσουμε τα λασπωμένα πανταλόνια μας
ας θίξουμε τις άρπες των φρεάτων
ας οδηγήσουμε τους γύφτους προς τη θάλασσα...
ας δρέψουμε τα στήθη
των ευμορφοτέρων μας
κοριτσιώνε».
  

Ας οδηγήσουμε τους γύφτους προς την θάλασσα, να ξεθυμάνει εκεί το δάκρυ μου... να γίνει ένα μ' αυτήν.


Στα κανάλια έλεγαν σήμερα για τη γιαγιά που τη συνέλαβαν, επειδή προσπαθούσε να πουλήσει τα πασουμάκια που έπλεκε. Δεν μπορούν να ξέρουν από τι κλωστές ήταν πλεγμένα, δεν θέλουν να μάθουν...

Άνοιξε πάλι η πύλη στον υγρό καθρέφτη... Να την πω κι αυτή την ιστορία. Την ιστορία της δικής μας γιαγιάς, της Αγάπης, που μεγάλωνε το Μονάκριβο Δώρο μας. Έπλεκε πασουμάκια, με κλωστές από ένα καλάθι, με πολύχρωμα κουβάρια αναμνήσεων. Κουβάρια από παλιές φορεμένες μπλούζες που ξήλωνε. Το είδες με τα μάτια σου. Σου είχε πλέξει και σένα, να μην κρυώνουν τα πόδια σου, να μην αρρωστήσεις...



Όταν «έφυγε» η γιαγιά και σ' εκείνο το σπίτι έζησε λίγα χρόνια από ανάγκη ένας φίλος - πουτάνα ζωή -, σε κάλεσε να το κάνεις πιο όμορφο, για να υποδεχτεί τα παιδιά του. Και συ ζωγράφισες με τα δάχτυλά σου, πολύχρωμα κουβάρια και αναμνήσεις σε μια μεγάλη επιφάνεια.



Είχες φύγει πια και συ, όταν γκρέμισαν αργότερα αυτόν τον τοίχο για να κάνουν «ανακαίνιση» στο σπίτι... να «τα σβήσουν». Μου ζήτησαν μάλιστα αν θέλω, να κρατήσω κομμάτια του τοίχου... ίσως αυτό με τ' όνομά σου... που το χάραξε στον τοίχο ένα «λιανοτράγουδο».


«Φύσηξε βοριάς κι αέρας». Ώρα τέσσερις και πέντε, ξημέρωμα Σαββάτου, στους λευκούς τοίχους που ακουμπούσα το κεφάλι μου, ώρα αναμνήσεων και δακρύων πάνω στους πολύχρωμους τοίχους των σπιτιών, που τους γκρέμισαν πια...


 
«Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους».




«Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις».

Παραπομπές 

1. Ιωάννου Μοναχού, του Δαμασκηνού, Νεκρώσιμος Ακολουθία

2. Νίκος Εγγονόπουλος, Καυχησιολογία υπό βροχήν, II / Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938)
3. Γιώργος Σεφέρης, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα / Κίχλη (1946)

Φωτογραφίες

1. Γιάννης Μόραλης, Ερωτικό (Ευαγγελισμός), 1988
2. Αρχείο Θανάση Χαλιγιάννη, Πανηγύρι στη Λάβδανη

Σχόλια