Σύνορα (Του Στέλιου Μουλά)



Είναι η αρχή ή το τέλος; Η θάλασσα είναι η αρχή ή τέλος; Οι καθρέφτες και οι μνήμες που καταγράφουν, σύνορα κι αυτοί. Είναι η αρχή ή το τέλος δύο κόσμων; Ένα ποτάμι;

Σύνορα πέρασα για πρώτη φορά στα δεκαεννιά μου χρόνια οδικώς, δεν ένιωσα καμιά διαφορά, δεν άλλαξε κάτι, το τοπίο έξω από το παράθυρο ίδιο βαλκανικό. Ούτε στους ανθρώπους. Αναρωτιόμουν:

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο 
ουρανό,
(;)
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ᾿ τα ξένα βήματα, (;)
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, (;)
αυτές οι καρδιὲς δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο (;)


Όταν ήμουν μικρός, περνούσαμε από ένα σπίτι κοντά στα καπνομάγαζα, σχεδόν εγκαταλειμμένο, ασοβάτιστο. Νύχτωνε
·
στο ισόγειο βλέπαμε ένα χλωμό φως από τα παράθυρα και τις τρύπες των τούβλων. Στο μπαλκόνι είχαν δεμένο στα άβαφα κάγκελα με αλυσίδες, έναν άνθρωπο που έβγαζε κραυγές. Στα σύνορα της νύχτας... που είναι το τέλος.

Στο σχολείο μάθαμε για τον Προμηθέα. Δεμένος σε έναν βράχο, κάθε πρωί του έτρωγε ένα όρνιο τα σπλάχνα, το βράδυ όμως τα σπλάχνα γιατρευόταν.

Πολύ αργότερα - να σταματούσε ο χρόνος - μας άρεσε να καθόμαστε νύχτες ολόκληρες στο μπαλκόνι, κουβεντιάζοντας κι ακούγοντας μουσική. Στο βάθος του μυαλού μου είχα εκείνον τον αλυσοδεμένο άνθρωπο... Ποτέ δεν σου τον ανέφερα. Μιλούσαμε πολλές φορές για τα σύνορα, για τους ανθρώπους που τα πέρασαν και βρέθηκαν πίσω από συρματοπλέγματα. Για τα παιδιά...


Τώρα, κάθομαι μόνος πια στο μπαλκόνι τις νύχτες και βλέπω τον καπνό της μνήμης να αγκαλιάζει το χλωμό φως στο σημείο, «ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης, θανέειν ἱμείρεται». Από το «σημείο» σου... 


Δεν κάνω ποτέ φτηνούς συνειρμούς, τους απεχθάνομαι, στο μυαλό μου όμως γυρίζει όλο και πιο συχνά εκείνος ο αλυσοδεμένος άνθρωπος... τι να απόγινε; Σίγουρα δεν γιατρεύτηκε, όμως πέρασε και αυτός τα «σύνορα».

Σήμερα το πρωί, άνοιξη πια, Μάρτης,


«Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν
Άνοιξη».


Η Πολλύτιμη φίλη μου με παρότρυνε να κάνω μια μεγάλη βόλτα, της απάντησα: «θα κάνω μια μεγάλη βόλτα στα σύνορα, έχω να πω μια καλημέρα». Εκεί που τελειώνουν όλα.
                       


Ποτέ πριν δεν ήταν το βήμα μου μετέωρο. Πάντα με κρατούσες από το χέρι, στηριζόσουνα σ' αυτό, χωρίς να ξέρεις ότι έτσι έκανες το βήμα μου πιο σταθερό και βαδίζαμε μαζί. Ξεκίνησα τη βόλτα προς τα «σύνορα», η Θεσσαλονίκη συννεφιασμένη και στο βάθος ο Θερμαϊκός.

  
Έφτασα με όσο πιο σταθερό βήμα μπορούσα κοντά σου, μας χώριζαν όμως τα «σύνορα». Είναι τα μόνα σύνορα που υπάρχουν πραγματικά, που όλοι σίγουρα θα τα περάσουμε. Το τέλος. Έμεινα σκαλωμένος πάνω τους ώρες περιμένοντας, σου… μιλούσα.
Ν' ανοίξουν τα σύνορα, να περάσω από την άλλη μεριά του καθρέφτη.

«Ο πόνος λόγια δεν έχει,

 η άβυσσο τέλος δεν έχει»

Ξέρω απ' αυτά τα ρούχα, δεν ήταν αιματοβαμμένα, σου τα είχα φορέσει και τα έπλυνα μετά.

Τι κι αν ήρθε η Άνοιξη;

«Κι όλες της γης οι οχιές
δαγκώνουν τα σπλάχνα μου»


Κάθε βράδυ εκεί στο μπαλκόνι δεμένος, περιμένοντας… να ξημερώσει η αυγή με δαγκωμένα τα σπλάχνα της.

«Περάσαμε τόσα σύνορα κι είμαστε ακόμη εδώ».



Παραπομπές

1. Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη Ι , Κέδρος, 1961

2. Ομήρου Οδύσσεια, 
α΄ 58,59

3.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Παρενθέσεις / Τοπίο, 1956

4.
Γεωργία Δεληγιάννη - Αναστασιάδη, Ο θρήνος (Από τα τραγούδια του Αγώνα - Μελοποίηση: Μίκης Θεοδωράκης), 1971

Η Γεωργία Δεληγιάννη - Αναστασιάδη, ποιήτρια και δημοσιογράφος ήταν μάνα του αντιδικτατορικού αγωνιστή Σωτήρη Αναστασιάδη. Έγραψε το ποίημα όταν η ασφάλεια της Απριλιανής χούντας τής παρέδωσε τα αιματοβαμμένα ρούχα, του άγρια βασανισμένου παιδιού της.


5. Θόδωρος Αγγελόπουλος, Το μετέωρο βήμα του πελαργού, 1991

Φωτογραφικό Υλικό

Θόδωρος Αγγελόπουλος, Μια αιωνιότητα και μια μέρα, 1998
Θόδωρος Αγγελόπουλος, Το μετέωρο βήμα του πελαργού, 1991

Γιάννης Μπεχράκης, Reuters (Εις μνήμην του)

Σχόλια