Ακριβά μου ψηφιδωτά (Του Στέλιου Μουλά)
Αργότερα παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, χάρηκε εγγόνια και για να στηρίξει το λιγοστό μεροκάματο του άντρα της έφτιαχνε ψηφιδωτά. Άπλωνε στημόνι, έστηνε την ανέμη, τυλιγμένη με κόκκινη κλωστή, τις τυλίχτρες και τα καλάμια στην αλάνα, μπροστά στο σπίτι της. Στερημένη ζωή, χωρίς επίχρισμα. Μεροδούλι μεροφάι και πολλές φορές ούτε κι αυτό.
Η μάνα μου έκοβε τα παλιά μας ρούχα, όταν πια δεν μας χωρούσαν, σε λουρίδες ένα «δάχτυλο» πλατιές, τις έκανε κουβάρια. Η θεία Όλγα τις έκανε ακριβά μου ψηφιδωτά, κουρελούδες. Όταν τις έστρωνε η μάνα μου στο σπίτι, μου άρεσε να τις κοιτάζω και να διακρίνω τα χρώματα από τα ρούχα μου που δεν θα τα ξαναφορούσα πια. Έψαχνα σ' αυτές τις πολύχρωμες σειρές, πλεγμένες με ένα κατακόκκινο σαν το αίμα στημόνι, την παιδική μου ηλικία. Μεγάλωνα...
Όταν έφυγε, της τραγουδούσαν, τα λιανοτράγουδα -οι εγγόνες της:
«Ἕνα τό χελιδόνι * κι ἡ Ἄνοιξη ἀκριβή
Γιά νά γυρίσει ὁ ἥλιος * θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες * νά 'ναι στους Τροχούς
Θέλει κι οἱ ζωντανοί * νά δίνουν τό αἷμα τους».
Θέλει νεκροί χιλιάδες * νά 'ναι στους Τροχούς
Θέλει κι οἱ ζωντανοί * νά δίνουν τό αἷμα τους».
Στον χώρο ξαναγυρνάς εύκολα, σ' εκείνη την αλάνα που γιορτάζαμε κάποτε την Άνοιξη. Στον χρόνο μπορείς να «ταξιδεύεις» μόνο με τη σκέψη. Βοηθάνε και τα ακριβά μου ψηφιδωτά, το κατακόκκινο στημόνι, οι αναμνήσεις.
Μας τραγουδούσε η θεία Όλγα και τόνιζε τη λέξη «κλώτσο». Την έλεγε με πείσμα, είχε δώσει κι αυτή, κορίτσι πράμα, τον δικό της κλώτσο στην ανέμη, να πάει μπροστά η κόκκινη κλωστή:
«Κόκκινη κλωστή, δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ' της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν' αρχινίσει.
Δώσ' της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν' αρχινίσει.
Κι όπως το 'γραψαν οι μοίρες,
να διαβούν κλειστές τις πύλες
και με το φτερό της μνήμης
να 'χουν την δροσιά μιας κρήνης.
Το φεγγάρι, συντροφιά μου,
και τ' αστρί στην αγκαλιά μου,
γύρνα πίσω, στα παλιά,
φύσα αγέρα στα πανιά».
Μου άφησες ξεθωριασμένα μηνύματα, χαλασιά μου: «Στέλιο, τα νέα δεν είναι καλά». Μου άφησες και παρακαταθήκες. Μισοδιαβασμένα βιβλία. Κι η θεία Όλγα μού άφησε μια κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, που χρέος και καθήκον μου είναι να την κλωτσήσω και γω με πείσμα.
Κρατάς πια στα χέρια σου μια κόκκινη γραμμή με αναμνήσεις και όνειρα και μια μεγάλη υπόσχεση.
Για τους άλλους, που πιστεύουν πως θα 'ρθει η ανάσταση, τώρα αρχίζει η εβδομάδα των παθών. Εφοδιάστηκα καλά αυτό το Σαββατοκύριακο και μπορώ να κλειστώ για τα καλά στη μονιά, γλείφοντας τις πληγές μου. Τώρα που μου λιγόστεψαν οι αγκαλιές, έχω τα ψηφιδωτά, που έγιναν μαζί με τα κομμάτια του καθρέφτη, κέλυφος και με προστατεύουν.
«Έτσι, απόψε που σκοτείνιασε και δεν έχουμε πουθενά να
πάμε, ας κάνουμε ένα ταξίδι στα περασμένα -τι θα βρούμε ;
άγνωστο.
Γι αυτό καλύτερα μην το
διακινδυνεύσουμε,
ας γυρίσουμε προς τον τοίχο τις φωτογραφίες των νεκρών
κι ας κοιμηθούμε λίγο.
Αφού όλα είναι
ανώφελα κι εδώ που ζήσαμε
θα κατοικήσει η λήθη».
Σε αγαπούσε η θεία Όλγα, περισσότερο από ό,τι σε αγαπούσαν και η μάνα μου και η μάνα σου. Σου έκανε μεγάλες αγκαλιές. Ήσουν γι' αυτήν το κορίτσι μου. Πες της να στρώσει το τραπέζι που μας είχε τάξει όταν παντρευτήκαμε, πες της θα το φάω το σπανακόρυζο. Ξέρει αυτή...
Πρέπει όμως πρώτα να δώσω και γω, που δεν περιμένω την ανάσταση, με πείσμα, τον δικό μου κλώτσο στην ανέμη, να ξετυλιχτεί λίγο ακόμη η κόκκινη κλωστή.
Παραπομπές
1. Κοντούλα λεμονιά, Παραδοσιακό Ηπειρώτικο Τραγούδι (Βήσσανη Ιωαννίνων)
2. Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί», Άσμα Δ΄ (1959)
3. Κόκκινη κλωστή δεμένη
4. Τάσος Λειβαδίτης, Ίνα πληρωθή το ρηθέν / Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987)
Φωτογραφίες
Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Το λιβάδι που δακρύζει (2004)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου