Νίκος Καββαδίας ~ Βάρδια
Βάρδια έκτη
Portrait of a Mm
A la Comtesse Ariane de Jacquelin Dulphe
Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα.
Το’χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω... Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον Iδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του "Cyrenia", δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμά σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.
– Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.Το’χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω... Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον Iδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του "Cyrenia", δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμά σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.
– Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;
– Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.
– Θέλω τη θήκη μου. Ιουδήθ!... Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο... Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.
– Ατζαμή! Φίλησέ με.
– Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου.
– Την έχασες; Πού;
– Στο Barbados... Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
– Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.
– Δεν έχω δόντια. Τ 'άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.
– Χάιδεψε.
– Ιουδήθ... Με τι χέρια... έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στο Ικίκι... Εκεί ανάμεσα... Μαζί κι ένα ζαφείρι... ένα μεγάλο ζαφείρι.
– Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.
– Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.
– Κοίταξέ με με τα δικά του.
– Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.
– Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι...
– Ναι.
– Πάμε. Κρυώνω.
– Στάσου, να σου πω ένα παραμύθι.
– Δε θέλω... Πάμε.
Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, εκδ. Άγρα, 1989 / Πρώτη έκδοση: 1954 (Εκδ. Α. Καραβίας)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου