Αγέρας (Του Στέλιου Μουλά)


Μόλις άνθισε το κόκκινο γαρύφαλλο, πήραμε τον δρόμο μαζί με το Μονάκριβο Δώρο μας για το καινούργιο σου σπιτάκι. Δυο ορφανά παιδιά. Σε λίγο ο ήλιος θα βασίλευε.
Η Θεσσαλονίκη άρχιζε να παίρνει ένα κόκκινο χρώμα. Κανένα καράβι κάτω στο λιμάνι. Σιωπή. Μόνο ένας αγέρας που ερχόταν από τη θάλασσα έκανε τα γυαλιά να συνομιλούν. Μαζί μας, τα δειλά πουλιά. Το κόκκινο γαρύφαλλο που σου είχα φέρει από την πορεία μια Πρωτομαγιά, το μάτωσες και σου το 'δωσα να το πάρεις μαζί σου, θα γίνει του θανάτου λάφυρο.

«Αχ η αγάπη που πάει, πάει με τον αγέρα
Αχ η αγάπη που πάει, πίσω δε γυρνά».


Πάντα όταν διαβάζω ένα βιβλίο, σκέφτομαι σελίδα τη σελίδα, ότι είναι η πρώτη και τελευταία φορά που η ματιά μου την αντικρίζει. Γλιστράει πάνω της το βλέμμα μου, χάνεται σαν σε φωλιές πουλιών. Ακούω τους μονόλογους των άστρων, αμετάφραστες μαρτυρίες της ζωής μου. Ξαναγυρίζω μερικές φορές και τις διαβάζω πάλι για να διαψεύσω αυτήν μου τη σκέψη, για τελευταία φορά... Παίζω με τον θάνατο. Φυσάει αγέρας και μου γυρίζει τις σελίδες σαν ξερά φύλλα. Όταν πρόκειται για μεταχειρισμένο βιβλίο, διαψεύδεται κι αυτή μου η προσπάθεια. Ξεχώματα...




«Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά

βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά
».


Μάιος, ο μήνας των παθών. Μιας νιότης που αναβόσβηνε σαν φάρος, συνομιλώντας με τις νύχτες. Σαν όνειρο ζωής, μιας νιότης που την ξεφύλλισε ο αγέρας...

Και τα άστρα εκεί, αδιάψευστοι μάρτυρες, να τους ζητώ κάθε βράδυ να μου επιστρέψουν εκείνες τις νυχτερινές εικόνες που μου τις έκλεψαν εν αγνοία μου. Το φεγγάρι, ένα μάτι. Μια τεράστια Ίριδα, που συστέλλεται πάνω από τη γη, σιωπηλός μάρτυρας που συνομιλεί με τ' αστέρια. Στις συννεφιές νομίζω ότι είμαι μόνος μου, αλλά ο φόβος και η αγωνία γίνονται πιο επικίνδυνα, γιατί υπάρχουν εκεί πίσω από τα σύννεφα και μου μένει μόνο το πικρό ερωτηματικό, να μου γδέρνει το δέρμα.

«Αβάσταχτο να σ’ αγαπώ
έτσι όπως σ’ αγαπάω».


Γυρίζω πίσω σαν να ξέχασα κάτι, σαν να θέλω κάτι να πάρω, που το άφησα εκεί.
Σαν να θυμήθηκα κάτι που έπρεπε να κάνω. Ανοίγει η μνήμη και είναι παράξενο μετά από αυτή την απουσία. Παλεύω με τον θάνατο. Φύσαγε ο Μπάτης. Ήταν πολλά χρόνια πριν, όταν άρχιζε το πρώτο καλοκαίρι. Εκεί δίπλα στις άνεργες βάρκες, χλώμιαζε το κύμα.
Η νύχτα και το φως του φεγγαριού, επίχρισμα που δεν μας άφηνε να δούμε τα ξύλα τους, που ήταν ποτισμένα από περασμένες χαρές, αρμύρα κι ανεξίτηλα αγγίγματα. Δεν είχαν κάνει ποτέ μακρινά ταξίδια. Είχαν γευτεί μόνο τη θάλασσα. Σφηνωμένες εκεί στην άμμο, με όλο το βάρος τους. Έστεκαν εκεί μέσα στην νύχτα, κάτω από τ' αστέρια που έπεφταν. Φιλούσα κάποτε τα ονόματά τους
· δικά μου εικονίσματα. 

«Άχου το κύμα πώς χλωμιάζει
ο κάμπος άκου πώς στενάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα

μέσα στο σκοτεινό αγέρα
».


Μπερδεύω πια τους αναστεναγμούς της θάλασσας, με τους αναστεναγμούς που βγάζει η γη. Μπερδεύω τα εικονίσματα, προσπαθώ να καταλάβω τις συνομιλίες των άστρων –άστρο και συ φεγγάρι και δειλό πουλί- νιώθω τύψεις που ξεχνιέμαι καμιά φορά και αποζητώ τη ζεστασιά και τη γαλήνη που με διώχνουν. Τη θάλασσα δεν την πλησιάζω πια. Τη μέρα δεν μπορώ τον καθρέφτη της, με θαμπώνει. Και τη νύχτα, ελπίζω να με πάρει μέσα της. Κι όταν φυσάει, ο αγέρας με παρασέρνει και με γυρίζει πίσω, ξερό, κιτρινισμένο φύλλο, που μου το έφερε στο μπαλκόνι εκείνο το φθινόπωρο.
Δεν θέλει να θυμάται τίποτα από το τελευταίο καλοκαίρι. 

Σχόλια