Svetlana Alexievich ~ Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου



Γιατί το βιβλίο περιέχει τόσες αφηγήσεις αυτοκτονιών;
Και δεν υπάρχουν συνηθισμένοι Σοβιετικοί, με συνηθισμένες σοβιετικές βιογραφίες; Στο κάτω κάτω της γραφής, ο κόσμος αυτοκτονεί και από έρωτα, και από γηρατειά, και απλώς έτσι, από περιέργεια, από την επιθυμία να μαντέψουν το μυστικό της ζωής... Έψαξα να βρω εκείνους που ρίζωσαν μέχρι θανάτου στην ιδέα, που την άφησαν να διεισδύσει μέσα τους και δεν ξεκόλλησαν απ’ αυτήν. Το κράτος αντικατέστησε τα πάντα γι’ αυτούς, ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Δεν μπόρεσαν να βγουν απ’ τη δοξασμένη ιστορία, να αποδεσμευτούν απ’ αυτήν αποχαιρετώντας τη, να ευτυχήσουν και με άλλον τρόπο. Να βουτήξουν... να πέσουν με τα μούτρα σε μια ύπαρξη ιδιωτική, όπως γίνεται σήμερα που δοξάζεται ως μεγάλο το μικρό. Που ο άνθρωπος απλά θέλει να ζήσει, χωρίς μεγάλες ιδέες. Τέτοιο πράγμα στη ζωή του Ρώσου δεν υπήρξε ποτέ, είναι κάτι που δεν το γνωρίζει ούτε η ρωσική λογοτεχνία. Είμαστε πολεμικός λαός. Είτε πολεμούσαμε, είτε ετοιμαζόμασταν για πόλεμο. Δε ζήσαμε ποτέ διαφορετικά. Εξού και η πολεμική ψυχολογία. Και επί ειρήνης όλα ήταν οργανωμένα σαν σε πόλεμο. Ακούγονταν τύμπανα, αναρτούσαμε σημαίες... η καρδιά φούσκωνε στο στήθος... Ο άνθρωπος δεν αντιλαμβανόταν πόσο δούλος ήταν, έφτανε ακόμα και ν’ αγαπάει τη δουλεία του. Το θυμάμαι κι εγώ: Μετά το σχολείο μαζευόμασταν με όλη την τάξη να πάμε να ανακαλύψουμε νέα μέρη, περιφρονούσαμε όποιον αρνιόταν να ακολουθήσει, μας έπιαναν κλάματα που δε ζήσαμε την επανάσταση, τον εμφύλιο. Κοιτάς προς τα πίσω: Είναι δυνατόν να ήμασταν εμείς; Εγώ; Τα θυμόμουν κι εγώ μαζί με τους ήρωές μου. Κάποιος απ’ αυτούς μου είπε μια μέρα: «Μόνο ένας Σοβιετικός μπορεί να καταλάβει τον Σοβιετικό». Ήμασταν άνθρωποι με μια και μοναδική κομμουνιστική μνήμη. Γείτονες στη μνήμη.
[...] Ο σοβιετικός πολιτισμός... Βιάζομαι να αποτυπώσω τα ίχνη του. Τα γνωστά πρόσωπα. Δε ρωτάω για τον σοσιαλισμό, αλλά για την αγάπη, τη ζήλια, τα παιδικά χρόνια, τα γηρατειά. Για τη μουσική, τους χορούς, τις κομμώσεις. Για χιλιάδες λεπτομέρειες της ζωής που χάθηκε. Είναι ο μόνος τρόπος να βάλω την καταστροφή μέσα στο πλαίσιο του συνηθισμένου και να προσπαθήσω να διηγηθώ κάτι. Να μαντέψω κάτι. Δε σταματάω να απορώ με το πόσο ενδιαφέρουσα είναι η συνηθισμένη ανθρώπινη ζωή. Ένας ατελείωτος αριθμός από ανθρώπινες αλήθειες... Η ιστορία ενδιαφέρεται μόνο για γεγονότα, και αφήνει απέξω τα συναισθήματα. Αυτά δεν επιτρέπεται να τα αφήσεις να διεισδύσουν στην ιστορία. Εγώ όμως κοιτάω τον κόσμο με τα μάτια του ουμανιστή και όχι του ιστορικού. Εκπλήσσομαι με τους ανθρώπους...
[...] Ψάχνω τη γλώσσα. Ο άνθρωπος έχει πολλές γλώσσες: τη γλώσσα με την οποία συνομιλεί με τα παιδιά του, και άλλη μια γλώσσα, αυτήν που μιλάει την ώρα του έρωτα... Υπάρχει ακόμα και η γλώσσα με την οποία μιλάμε στους εαυτούς μας, στην οποία κάνουμε τους εσωτερικούς μας διαλόγους. Στον δρόμο, στη δουλειά, στα ταξίδια – παντού ηχεί κάτι το διαφορετικό, δεν αλλάζουν μόνο οι λέξεις, αλλά και κάτι άλλο. Ο άνθρωπος μιλάει με διαφορετικό τρόπο το πρωί και με άλλον το βράδυ. Κι αυτό που συμβαίνει τη νύχτα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους χάνεται εντελώς από την ιστορία. Έχουμε να κάνουμε μόνο με την ιστορία του ανθρώπου της ημέρας. Η αυτοκτονία είναι θέμα της νύχτας, ο άνθρωπος βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Του ύπνου. Θέλω να το καταλάβω με την ακρίβεια ενός ανθρώπου της ημέρας. Έχω ακούσει και το ακόλουθο: «Δε φοβάστε μήπως και σας αρέσει;».


Βλέπε κι εδώ.

Σχόλια