Φτενά σεντόνια (Του Στέλιου Μουλά)


Έχω έναν θίασο που παίζει απόψε στο σπίτι μου· σε κάθε δωμάτιο και ένας ρόλος. Μου το είχες πει. Όπως τους δίδαξες εσύ με την παιδική σου φαντασία, στο πατρικό σου σπίτι, στο χωριό που μεγάλωσες. Τα κορίτσια, εκπεσόντες Άγγελοι του παιδικού παραδείσου.

«ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα

Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα».


Τρέφονταν με τον καλοκαιρινό ήλιο, τριγυρνούσαν στο φως του φεγγαριού. Ανεκπλήρωτοι, οδυνηροί έρωτες. Αδειανά πουκάμισα. Ένας πλανόδιος θίασος σκιών στον χρόνο, μαγικός της Μνήμης. Πίσω από λευκές οθόνες.

Ερχόταν πάντα το καλοκαίρι, από συνήθεια. Ήδη από τον Μάιο, ξαλάφρωνε το παιδικό κορμί από τα ρούχα και τις νύχτες με σκέπαζε η μάνα μου με φτενά σεντόνια. Μα εγώ είχα σεντόνι τον ουρανό, τις νύχτες του καλοκαιριού με σκέπαζε «σινδόνι καθαρά» και έκρυβε τα δειλά, παιδικά μου όνειρα. Ξέφευγαν όμως από τις τρύπες των αστεριών και τριγυρνούσαν τη μέρα, ξένα μέσα στον κόσμο, μέχρι που τα έπιαναν τα πουλιά και μου τα έφερναν. Τα έβαζα κρυφά στις τσέπες μου, ψίχουλα που τα έτρωγα μέχρι να σταματήσει να γουργουρίζει η καρδιά μου. Έριχνα μερικά πίσω μου για να ξαναβρώ τον δρόμο για τη νύχτα... Μα μου τα έτρωγαν τα πουλιά, γιατί νόμιζαν ότι τα πέταξα και χανόμουν κάθε βράδυ σε άλλο όνειρο. Μόνο όταν συννέφιαζε, κοιμόμουν ήσυχος μέχρι την άλλη μέρα.

Τη μέρα, η μάνα μου στοίβαζε διπλωμένα τα σκεπάσματα και τα μαξιλάρια της νύχτας με τάξη στον γίκο, πολύχρωμο παλίμψηστο ονείρων, με κέλυφος ένα φτενό σεντόνι. Τι όνειρα έχουν σκεπάσει; Σκαρφάλωνα πάνω του μικρός -χωρούσα τότε- και διάβαζα πολύχρωμες ιστορίες με πουλιά που μιλούσαν με ανθρώπινη γλώσσα.




Η αντιστρεψιμότητα του χρόνου. Η αφήγηση παλιών ιστοριών που με παρηγοράνε, ταξιδεύοντάς με στο παρελθόν. Ψίχουλα, που τα βάζω σημάδια παντού για να μην ξεχνώ. Μεγαλώνει η γραμμή. Βγαίνουν σιγά σιγά στο φως. Σε λίγο θα έρθει το καλοκαίρι, θα κλείσουν τα σχολεία. Καλοκαιρινές διακοπές, παιχνίδια, παραθέριση. 

Ο Θόδωρος που πάλευε ν' αλλάξει τον κόσμο, όταν γύριζε από την «παραθέριση» είχε έναν μαύρο άγγελο να τον «φυλάει». Τον λυπήθηκε μια μέρα η γυναίκα του Θόδωρου η Σοφία, του έβγαλε μια καρέκλα για να μην τον τρώει η ορθοστασία και το λιοπύρι, του έφτιαξε καφέ, του έδωσε και μια κανάτα κρύο νερό. Όταν πίνω κρύο νερό, σπάνια πια, μου έρχεται στο νου ακόμη η λέξη «παραθέριση», με το νόημα εκείνου του καιρού που έχει πια ξεχαστεί. 

Περνούσαν τα καλοκαίρια με παιδικούς ανεκπλήρωτους έρωτες, παιχνίδια, περισσότερο διάβασμα. Περίμενα την πρώτη σταγόνα της βροχής. Μοσχομύριζαν οι χωματόδρομοι όταν έβρεχε και τα μεσημέρια ευωδίαζε η γειτονιά μου γεμιστές πιπεριές, που πηγαινοερχόταν στον φούρνο.

Το καλοκαίρι που ξεπροβόδισα την εφηβεία, πνιγμένος στην αγωνία, το έζησα μέσα στη μάταιη ελπίδα. Το επόμενο καλοκαίρι, αναμονή για το ταξίδι στο Στενό, άνοιγα τα φτερά μου διστακτικά. Το τελευταίο καλοκαίρι, βασανιζόμουν από την «επιβεβλημένη» προδοσία που ερχόταν, ήθελα αδύναμα να φύγω, να τελειώνω. Δεν έβρισκα τον δρόμο.

Και κάποτε σε συνάντησα στο τέλος της Άνοιξης...


«...καὶ γελαίσας ἰμέροεν, τό μ᾽ ἦ μὰν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν·
ὠς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώναι-
σ᾽ οὐδ᾽ ἒν ἔτ᾽ εἴκει,
ἀλλ᾽ ἄκαν μὲν γλῶσσα †ἔαγε†, λέπτον
δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμηκεν,
ὀππάτεσσι δ᾽ οὐδ᾽ ἒν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι,
†έκαδε μ᾽ ἴδρως ψῦχρος κακχέεται».

Άρχισε το ταξίδι που τώρα το «συνεχίζω» μόνος. Μετρώ τις τρύπες των αστεριών. Τον πενθώ όμως ακόμη εκείνον τον έφηβο μέσα μου που δεν άντεξε, γι' αυτό φοράω μαύρα αν απορεί κανείς. Τώρα που μου έμειναν μόνο τα αδειανά σου ρούχα, αδύνατες φτενές αγκαλιές. Προσπαθώ να μεταφράσω το παράπονο που με πιάνει, να μην είναι τόσο πικρό. Τις ζεστές νύχτες,
δηὖτε αρχή καλοκαιριού.




Το καλοκαίρι αρχίζει, το ερωτηματικό επιμένει πικρό και αναπάντητο, το πραγματικό καλοκαίρι της μοναξιάς και τη φράση δεν τη μεταφράζω. Δηὖτε «παραθέριση», ο δικός μου μαύρος άγγελος, ο ίδιος μου ο εαυτός περιμένει εκεί διψασμένος και δεν του χαλαλίζω κρύο νερό, «το 'χω» για σένα.
Κλείνει η αυλαία, στο βάθος η θάλασσα και ένας σταυρός. Σκόρπισαν πια τα φτενά σεντόνια, τα πήρε ο άνεμος. Και τα όνειρα τριγυρνάνε τώρα ορφανά και δεν μπορούν να ξεφύγουν απ' τ' αστέρια.

Μόνο τα πουλιά μού δείχνουν τον δρόμο για τη νύχτα. Από δωμάτιο σε δωμάτιο, με το φως σβησμένο, για να μην βλέπω τις σκιές.

Παραπομπές

Δηὖτε: το μόριο δή σημαίνει «τώρα, τώρα δα, ήδη έως τώρα» . Το αὖτε σημαίνει «πάλι, από την αρχή πάλι, πάλι ξανά».

1.Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί / Το Δοξαστικόν (1959)
2. Σαπφώ, Μελῶν α΄ / απ. 31 / 5-13


Φωτογραφίες

1. Θόδωρος Αγγελόπουλος, Το λιβάδι που δακρύζει (2004)
2. Γίκος (γιούκος), Λαογραφικό Μουσείο Ευπαλίου

Σχόλια