Αντι-γράφοντας στο σκοτάδι... (Του Στέλιου Μουλά)
Απόψε την πιο μικρή νύχτα του χρόνου. Τη νύχτα με τα λιγότερα όνειρα. Μου λύθηκε η γλώσσα, μ' ένα πικρό σάλιο.
Μα σωπαίνω... Να γράψω· και τι να γράψω; Μέσα στο σκοτάδι. Ό,τι και να γράψω θα είναι υποκειμενική γραφή· δεν θα είναι Ζωή. Θα είναι αντι-γραφή. Χωρίστηκε στα δύο η ζωή μου, σε άσπρο μαύρο. Μου άφησες τη μισή, το μαύρο.
Να γράψω... Ποια είναι τα γράμματα, όπως έλεγε κι ο Καραγκιόζης, τα άσπρα ή τα μαύρα;
Σαν σε φωτοευαίσθητο υλικό με διαπερνάει βασανιστικά το φως και μου αφήνει το αποτύπωμά του, με πληγώνει.
Ποια είναι η φωτογραφία, το άσπρο ή το μαύρο; Αρνητικό, αντεστραμμένη πραγματικότητα. Παρ' όλα αυτά είναι ίχνος φωτός.
Απο-τύπωμα.
Η Ύλη είναι αιώνια. Υπήρχε πριν από μας και θα υπάρχει για πάντα. Πώς να ορίσω την Απουσία; Με το κενό που αφήνει ένα υλικό σώμα, όταν παύει να εμποδίζει και να αντανακλά το φως και γεμίζει με αυτό.
Η παρουσία της απουσίας το κενό που... πληρώθηκε με φως. Είναι φως γεμάτη η απουσία; Και τη νύχτα στο απόλυτο σκοτάδι;
Ας παραληρούν τα άστρα και το φεγγάρι, ας γράφουν στον ουρανό ακατανόητες λέξεις στις συνομιλίες τους. Επαναλαμβάνουν το κενό που με πνίγει. Κι αν περάσω από την άλλη μεριά του υγρού καθρέφτη; Τώρα που ο θρήνος έγινε χειροπιαστός;
«Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
..........................................................................................
Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι·
είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι».
Για να μπορέσω να προχωρήσω, τυφλός. Φθινόπωρο, και στο λιμάνι ήρθε το πλοίο με τα μαύρα πανιά, τα γυαλιά κάτι σιγοψιθύρισαν περιμένοντας... η θάλασσα πολλαπλασίασε το φως, πέταξαν τα πουλιά τρομαγμένα... Τώρα, προσπαθώ να τα παρηγορήσω.
Να γράψω· και τι να γράψω; Ό,τι και να γράψω είναι αντιγραφή, ούτε καν περιγραφή. Το φως περιγράφει. Σαν σε εκείνη την τελευταία ακτινο-γραφία, που σου κράτησα κρυφή.
Ίχνη που αφήνει το φως... αυτό που περισσεύει είναι το αρνητικό, το σκοτάδι. Πάνω σε φωτοευαίσθητα υλικά, υπάρχει πάντα το σκοτάδι.
Αδειανά βλέμματα, κενά. Να σας τα πω κι όταν θα 'ρθει το πλοίο να με βρει άδειο σακί, για τη σάρκα νοιάζεται το σκουλήκι, να μην βρει τίποτα...
Άνοιξε η πύλη στον υγρό καθρέφτη... Μ' άφησες να πω και το μετά, το χωρίς εσένα. Περιμένω σαν εκείνο το γερασμένο σκυλί, την επιστροφή. Ποια επιστροφή;
Εκείνος ο Παναγιώτης, όταν ήμασταν νεοσύλλεκτοι και ακούγαμε το θλιβερό σιωπητήριο, έγραφε μέσα στο σκοτάδι του στρατώνα, γράμματα στην αγαπημένη του χωρίς να βλέπει. Τώρα το έμαθα κι εγώ, να αντι-γράφω μέσα στο πραγματικό σκοτάδι. Γράφω στη νύχτα που με σκέπασε και δεν τη βλέπει πια κανείς. Μόνος μου λέω το μετά...
Δε μου φτάνουν οι ζωντανοί.
Και η πραγματικότητα είναι πολύχρωμη, είναι αυτό το κενό που ορίζει τους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά, τα αντικείμενα γύρω μου. Ο Γιώργος είπε: «για μένα είναι συνέχεια νύχτα». Κενό. Δεν βλέπει την αντανάκλαση του φωτός πάνω στην πραγματικότητα. Δεν βλέπει τα αδειανά βλέμματα γύρω του. Μόνο στον ύπνο του, στα όνειρα. Βλέπει όνειρα. Όλη τη μέρα σκοτάδι και μόνο στον ύπνο του βλέπει χρώματα.
Θρυμματισμένα, πολύχρωμα γυαλιά, παιδικοί θησαυροί κρυμμένοι μέσα σε κουτόσπιρτα, θαμμένα σε παράνομα γιαπιά. Εκεί που τελείωναν τα σπίτια της πόλης, καθόμασταν με τον Παναγιώτη, σε εκείνο το μπαλκόνι, με τις Ιωνικές κολώνες και την ώχρα. Με τσάκιζε ο δίσκος των σαράντα πέντε στροφών «Άπονη ζωή», που... μόλις άρχιζε για μας.
Αντέξαμε, ίσως κι από μια εφηβική άγνοια θανάτου, που τώρα έγινε για μένα ένα πικρό ερωτηματικό.
«Ω, χαμηλώστε αυτό το φως
στη νύχτα τι οφελάει;
Πέρασ’ η μέρα, φτάνει πια
........................................................
Πάρ’ τε το φως! Είναι η στιγμή!
Τη θέλω όλη δική μου
Είναι η στιγμή να κοιμηθώ.
Πάρ’ τε το φως! Με τυραννεί...
μου αρνιέται την ψυχή μου...»
Έρχονται στον ύπνο μου, στα όνειρά μου, τα χρόνια που ζήσαμε μαζί. Θρυμματισμένα, πολύχρωμα γυαλιά, ψηφίδες από έναν σπασμένο υγρό καθρέφτη.
Ανοίγει η πύλη, πάρ’ τε το φως...
Παραπομπές
1. Γιώργος Σεφέρης, Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους (Ποίημα από τη συλλογή "Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄").
2. Μαρία Πολυδούρη, Ω, χαμηλώστε αυτό το φως... (Ποίημα από τη συλλογή "Ηχώ στο χάος").
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου