Στο σινεμά... (Του Στέλιου Μουλά)



Απόψε, που δεν έχω πια σίγουρα πού να πάω, θα κλειστώ στο σπίτι μόνος, θα ψάξω παράθυρο, να κοιτάζω τον ουρανό και το φεγγάρι στη χάση του.


Πάντα οι λευκές οθόνες των κινηματογράφων, όταν έσβηναν τα φώτα, ήταν για μένα παράθυρα, όχι πόρτες. Ήταν παράθυρα· τις πόρτες -τα μαγικά λιμάνια- τις ψάχναμε τότε, προσπαθούσαμε να τις φτιάξουμε με τη φαντασία μας, τις ονειρευόμασταν, μα όσες βρίσκαμε στην πραγματικότητα ήταν κλειστές. Άνοιγε μόνο το παράθυρο μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας, έδινα τότε μια και πέταγα σαν πουλί που δραπετεύει από τη νύχτα στο «φως». Ήταν παράθυρα σε μαγικούς κόσμους, στη Ζωή. Ζωή, αποτυπωμένη πάνω σε φωτοευαίσθητα υλικά. Ασπρόμαυρη πολλές φορές τότε και αργότερα έγχρωμη. Στη Ζωή που δεν ζούσα και αργότερα τη ζήσαμε μαζί. Αυτό το έργο θέλω να το ξαναδούμε, να το ξαναζήσουμε...

Ηθελημένα όνειρα.


«ας κοιμηθούμε νωρίς δεν ωφελεί ούτε ένας κινηματογράφος
 αιχμές ονείρων». 


Ήταν οι οθόνες - πορτολάνοι που με πήγαιναν στα νησιά, δεν ίσχυε όμως η έκφραση του Στράβωνα: «Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε». Γύριζα νικημένος στο σπίτι που με έπνιγε, με τα χέρια στις τσέπες με τα ψίχουλα των αστεριών. Ξάπλωνα κουλουριασμένος σαν έμβρυο μέσα στην τρικυμία, προσπαθούσα να ξαναγεννηθώ. Τι εφηβική αυταπάτη; Να ξαναγεννηθώ... μέχρι να σε συναντήσω.

Στους θερινούς κινηματογράφους δεν πήγαινα συχνά. Ήταν πιο εύκολη η νύχτα με τον έναστρο ουρανό κι αν είχε και φεγγάρι σαν το πουλί δεν έβρισκα το παράθυρο, χανόμουν. Τον χειμώνα έτρεχα από παράθυρο σε παράθυρο, όμως με θάμπωνε το φως τους και τα χρώματα. Έβγαζα και τα χέρια από τις τσέπες, δεν μ' ένοιαζαν τα ψίχουλα των αστεριών, έχανα τον δρόμο.


Δεν έβλεπα ποτέ τους τίτλους στην αρχή, ούτε τους τίτλους τέλους, έκλεινα τα μάτια για να ονειρευτώ, να μην χαλάσει το ταξίδι. Στο τέλος που σκοτείνιαζε η οθόνη έκλεινα τα μάτια και τα ξανάνοιγα μόλις άναβαν τα φώτα της αίθουσας. Ήθελα να ξυπνήσω μ' έναν δικό μου τρόπο. Συνήθεια, που μου έμεινε για να «ζήσω» μια δύσκολη κατάσταση, να φύγει σαν εφιάλτης. Στους θερινούς κοίταζα τ' άστρα και σιγά σιγά γύριζα το βλέμμα στο παράθυρο. Αν είχε φεγγάρι έμπαινα σ' αυτή τη φωτεινή τρύπα, το θεωρούσα εξαγνισμό· και όταν πια άνοιγε το παράθυρο, άρχιζε τ' όνειρο. 


Στον κινηματογράφο με πήγαιναν μικρό, σχεδόν κάθε Σάββατο. Η πρώτη εντύπωση ήταν η γιγαντοαφίσα πάνω από την είσοδο, με μαγικές λέξεις ή φράσεις που σπάνια χρησιμοποιούσαμε. Στην γειτονιά μου τότε, έβλεπα ώρες ολόκληρες τον Αντώνη, να ζωγραφίζει τεράστια χαρτόνια – «πορτολάνους» -. Μάθαινα τους πρωταγωνιστές, όποιοι και να 'ταν, τους ήρωες, τις πανέμορφες γυναίκες -που έφυγαν για πάντα- και στο βάθος ίσως ένα παλάτι, ένα τοπίο ή ένα καράβι, για χάσιμο στη φαντασία.

«Την άνοιξη του ’23 στο λουτρό της πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ’ αστέρι· τη βρήκανε μέσα στ’ αρώματα νεκρή και το νερό δεν είχε ακόμη κρυώσει. Ωστόσο χτες στον κινηματογράφο με κοίταζε με τ’ άχρηστά της μάτια».


Κι ας μην υπήρξε ποτέ, παρά μονάχα σε φωτοευαίσθητα υλικά, στα όνειρά μας... 

Στις βουβές ταινίες που έδειχναν σε πρωινές Κυριακάτικες παραστάσεις, με παράσερνε η γρήγορη κίνηση. Ήταν σαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι –νεκροί πια- να προσπαθούν να... προλάβουν τον χρόνο. Πάλευαν με τον χρόνο, τον νικούσαν, τον αλλοίωναν.



Πέρασαν τα χρόνια. Οι χειμερινοί κινηματογράφοι έγιναν πια σούπερ μάρκετ, αφού πέρασαν από το στάδιο της ερήμωσης - μια νύχτα εκεί μέσα... μόνο για μια νύχτα!

Κάποτε λειτούργησαν σαν νυχτερινά κέντρα, σκυλάδικα, ποντιακά...
Οι θερινοί έγιναν ντίσκο, παγοδρόμια... Αργότερα, έγιναν μάντρες ανταλλακτικών και κάποια στιγμή κατεδαφίστηκαν για να γίνουν πολυκατοικίες.
Στους χειμερινούς που είχαν και θερινό στην ταράτσα τους, μένουν ακόμη και σήμερα όρθιες οι λευκές οθόνες τους, φθαρμένες. Τις χειμωνιάτικες νύχτες εκπέμπουν ένα φθαρμένο, λευκό φως. Περιμένουν άδικα τον Αντώνη να έρθει, να ζωγραφίσει το Τέλος.
Η φθορά δεν έχει τέλος.


Απόψε στη μεγάλη σκοτεινή αίθουσα, δίχως φεγγάρι, δεν θα 'χει στον ουρανό αστέρια να μου τραβούν την προσοχή.
Πριν κρυώσει το νερό, η οθόνη θα γίνει πόρτα, θα την ανοίξω και θα βγω.



Παραπομπές


1. Νίκος Καρούζος, Τα Ποιήματα / Β' Τόμος (1979-1991), εκδ. Ίκαρος.  

2. Στράβων, μτφ.: «αν αποφασίσεις να περάσεις τον Μαλέα, ξέχνα πως έχεις οικογένεια» 

3. Γιώργος Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937) [Ο κ. Στράτης Θαλασσινός: Σημειώσεις για μια «Εβδομάδα» /Τρίτη ]. 



Φωτογραφίες


1. Κινηματογράφος «Άνεσις», Αίγινα.

2. Κινηματογράφος «Άνεσις», Αίγινα.

3. Βλάσης Κανιάρης, Αθήνα (1956).

4. Κινηματογράφος «Πάνθεον» από την ταινία «Ο Μελισσοκόμος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1986).

Σχόλια