Το σαρκίο (Του Στέλιου Μουλά)
Έφυγε το καλοκαίρι, έρημο, χωρίς μια σταγόνα βροχής. Ευτυχώς, χωρίς προσμονές και αυταπάτες. Δεν τριγυρνούσα στην άδεια πόλη, τους περίμενα αμίλητος να γυρίσουν, αν και μου είναι αδιάφορο.
Και τη μέρα, τα λιγοστά σύννεφα παλεύουν γενναία με τον λαμπρό ήλιο. Να τον κρύψουν για λίγο, να τον «νικήσουν». Να μην είναι ανελέητος για μας που αγαπούμε το φεγγάρι και αποζητούμε την αγκαλιά της νύχτας. Συμμαχούν με εμάς τους γδαρμένους, να μην μας αφήσουν μόνους, μέχρι να μας σκεπάσει η νύχτα.
Τριγυρνώ, άδειο σαρκίο πια, περιμένω το έρημο φθινόπωρο, μόνο με το παρελθόν στη σκέψη μου. Μόνο η σκέψη και οι αισθήσεις. Σιωπή... Ακόμη και το παρόν είναι παρελθόν εν τω γεννάσθαι, χωρίς νόημα πια, μια αναμονή σε άδεια αίθουσα. Έξω, μόνο οι αναμνήσεις. Τώρα που έγινε όλη η ζωή μου Κυριακή απόγευμα. Σαν ένα άδικο τέλος καλοκαιριού.
Και τα όνειρα, τα ηθελημένα, που δεν προλάβαμε να δούμε μαζί, φαντάσματα πια από το παρελθόν.
«ἐπάμεροι· τις τις τις; Τις δ’ οὔ τις; Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος».
Σκιάς όναρ άνθρωπος. «Ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται...» και το νερό δεν έχει ακόμη κρυώσει... δεν είναι άχρηστα τα μάτια σου...
Ανοιγοκλείνω μάταια τα μάτια μου στο παρόν· δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο φιγούρες, σκιές από το παρελθόν.
Το έλεγε εκείνος ο Σεπτέμβρης, πως θα ήταν ο τελευταίος, μα έκλεινα τα αυτιά μου, δεν ήθελα να τον ακούσω. Αδύναμος περίμενα...
Κοιτάζω φωτογραφίες, προσπαθώ να προσδιορίσω το σημείο, μεταξύ τρίτου και τέταρτου κίονα από αριστερά, θα μένει πάντα εκεί και τώρα που έχεις φύγει. Το σημείο...
Πέσαν απόψε και τα τελευταία ξερά κλαδιά που μας άφησε εκείνος ο βαρύς χειμώνας.
Τα είχαν επίμονα για παιχνίδι τα πουλιά, τους έδιναν ζωή, τώρα δεν έμεινε ούτε κι αυτό. Προμήνυμα του χειμώνα. Τι να τα κάνω πεσμένα; Σκιές ονείρων, παρελθόν κι αυτά.
Γύρισαν με καινούργιες ανάσες, ξεκούραστοι, ανανεωμένοι, αλλά όπως πάντα δυσαρεστημένοι και πιο άδειοι. Χωρίς κρύες νύχτες, αδιάφοροι, θα τους πνίξει η καθημερινότητα, αφού δεν το «κατόρθωσε» η θάλασσα. Άσε που δεν αντέχουν ένα σαρκίο ανάμεσά τους, τους φοβίζει.
Και 'γω που περίμενα την Άνοιξη... Τι μου απόμεινε; Η θάλασσα, να τη ζητώ μάταια να μ' αλαφρύνει, να μου πάρει το πικρό ερωτηματικό.
Τα είχαν επίμονα για παιχνίδι τα πουλιά, τους έδιναν ζωή, τώρα δεν έμεινε ούτε κι αυτό. Προμήνυμα του χειμώνα. Τι να τα κάνω πεσμένα; Σκιές ονείρων, παρελθόν κι αυτά.
Γύρισαν με καινούργιες ανάσες, ξεκούραστοι, ανανεωμένοι, αλλά όπως πάντα δυσαρεστημένοι και πιο άδειοι. Χωρίς κρύες νύχτες, αδιάφοροι, θα τους πνίξει η καθημερινότητα, αφού δεν το «κατόρθωσε» η θάλασσα. Άσε που δεν αντέχουν ένα σαρκίο ανάμεσά τους, τους φοβίζει.
Και 'γω που περίμενα την Άνοιξη... Τι μου απόμεινε; Η θάλασσα, να τη ζητώ μάταια να μ' αλαφρύνει, να μου πάρει το πικρό ερωτηματικό.
Όμως έχω περάσει πια τον Μαλέα και η λάμψη του φεγγαριού απόψε καθώς βγαίνει από τη θάλασσα, με θαμπώνει· δεν μπορώ να ξεχάσω. Άραγε οι σκιές βλέπουν όνειρα; Το σαρκίο έχει ακόμη αισθήσεις. Το φεγγάρι στο άδειο ποτήρι μου... και εκείνο το σκυλί ούρλιαζε αφημένο στο μπαλκόνι για το άδικο καλοκαίρι.
Το φθινόπωρο θα με εξαϋλώσει, θα με «ετοιμάσει» για τον χειμώνα, που πρέπει να τον περάσω.
Λοιπόν, πάλι στο καταφύγιο...
Ααααα!!! Ααααα!!! Τέτοιες μέρες στην παιδική μου ηλικία, φωνές μέσα στη νύχτα. Τρέχαμε να τα δούμε. Τα πυροτεχνήματα που έπεφταν στην Έκθεση, στη μαγική πόλη, φώτιζαν τον ουρανό μακριά από τη φτωχιά μας γειτονιά και τα βλέπαμε να ανάβουν και να φωτίζουν ανελέητα την παιδική νύχτα. Τη νύχτα που ήταν γεμάτη όνειρα. Μόλις έσβηναν, πηγαίναμε για ύπνο, με τη λάμψη τους ακόμη στα μάτια μας, με ελπίδες για το μέλλον, αλλά και με μια θλίψη στην παιδική μου ψυχή. Είχαν σβήσει μαζί με τις φωνές.
Πάντα έσβηναν.
Και συ που δεν είχες μια κούκλα να παίξεις...
Άδειο σαρκίο χωρίς μέλλον, μόνο με παρελθόν, τριγυρνάω, περιμένοντας το κύμα να με σβήσει.
Παραπομπή
Πίνδαρος, Πυθιονίκαις (8.81-8.100) /95
Πίνακες
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου