Juan Rulfo ~ Πέδρο Πάραμο


Πληροφόρησε και σένα η μητέρα μου για τον ερχομό μου; τη ρώτησα.
 –Όχι. Και μια που το φερε ο λόγος, τι γίνεται η μητέρα σου;
 –Πέθανε, είπα.
 –Πέθανε κιόλας; Κι από τι; 
 –∆εν ξέρω από τι. Ίσως από θλίψη. Αναστέναζε πολύ.
 –Κακό. Κάθε αναστεναγμός είναι και μια στάλα ζωής που διαλύεται. Λοιπόν, είναι νεκρή;
 –Ναι. Θα πρέπει να το ξέρετε.
 –Και πώς να το μάθω; Πάει πολύς καιρός που δεν ξέρω τίποτα.
 –Τότε; Πώς πετύχατε να με βρείτε;
 –...
 –Είστε ζωντανή, ∆αμιάνα; Μιλήστε μου, ∆αμιάνα! Είστε ζωντανή;
 Και βρέθηκα ξαφνικά μόνος σ’ αυτούς τους άδειους δρόμους. Τα παράθυρα των σπιτιών ανοιχτά στον ουρανό άφηναν να ξεχύνονται τα γερτά κλαδιά των φυτών. Ξεφλουδισμένοι τοίχοι άφηναν να φανούν τα πλιθιά που σάπιζαν.
 –∆αμιάνα! ούρλιαζα. ∆αμιάνα Σισνέρος! 
Μου αποκρίθηκε η ηχώ: «... άνα... νέρος...! άνα... νέρος...!».

[...] «Εκεί θα βρεις ό,τι έχω αγαπήσει. Τον τρόπο που αγάπησα. Εκεί όπου με κάναν τα όνειρα να μαραζώσω. Το χωριό μου που υψώνεται πάνω στην πεδιάδα. Γεμάτο δέντρα και φύλλα σαν ένας κουμπαράς όπου φυλάμε τις αναμνήσεις μας. Εκεί θα νιώσεις ότι θες να ζήσεις για πάντα. Το χάραμα, το πρωινό, το μεσημέρι και η νύχτα, τα ίδια πάντα μόνο ο αέρας αλλάζει. Εκεί όπου ο αέρας αλλάζει το χρώμα των πραγμάτων, κάνοντας τη ζωή να θροΐζει σαν ένας ψίθυρος, σαν να είναι ο ψίθυρος της ζωής».

[...] Θέλησε να σηκώσει τ’ άλλο χέρι όμως, έπεσε απαλά στο πλάι κι ακούμπησε στο έδαφος σα να ήταν δεκανίκι που στήριζε τον άχρηστο ώμο του. «Ο θάνατός μου», είπε. Ο ήλιος ξανατριγύριζε πάνω από τ’ αντικείμενα και τους ξανάδινε το περίγραμμά τους. Η ερειπωμένη γη ήταν άδεια μπροστά του. Η ζέστη πύρωνε το σώμα του. Τα μάτια του μόλις που κουνιόνταν πηδώντας από ανάμνηση σ’ ανάμνηση και θαμπώνοντας το παρόν. Σύντομα σταμάτησε η καρδιά του και ήταν σα να σταμάτησε ο χρόνος κι ο άνεμος της ζωής. «Κι έτσι δε θα υπάρξει άλλη νύχτα», σκέφτηκε. Γιατί φοβόταν τις νύχτες που ήταν γεμάτες φαντάσματα. Φαντάσματα που τον τριγύριζαν από παντού. Γι’ αυτό φοβόταν. 

[...] Στηρίχτηκε στα χέρια της ∆αμιάνα Σισνέρος κι έκανε προσπάθεια να βαδίσει. Μετά από μερικά βήματα έπεσε, παρακαλώντας από μέσα του χωρίς, όμως, να βγάλει μιλιά. Έκανε ένα ξερό κρότο χτυπώντας στη γη και διαλύθηκε σαν ένας σωρός από πέτρες.



Χουάν Ρούλφο / Juan Rulfo, Πέδρο Πάραμο / Pedro Páramo, Πρώτη έκδοση: 1955


Σχόλια