Τα γυαλιά (Του Στέλιου Μουλά)



Λοιπόν, πάλι στο καταφύγιο... στη μονιά. Προχωρημένο φθινόπωρο και ακόμη κρατάει κάτι από καλοκαίρι...

Μόνο το παρελθόν υπάρχει. Ούτε το παρόν. Άλλαξε και η ώρα. Πήγε μια ώρα πίσω. Ο κερδισμένος χρόνος. Τι τραγική ειρωνεία...

Όμως, υπάρχουν και τα γυαλιά, χωρίς το βλέμμα πίσω τους. Τα γυαλιά σου... άλλοτε το υποστήριζαν και άλλοτε το ενίσχυαν... έχουν μείνει πια άδειες βιτρίνες. Σαν αυτές που με τσάκιζαν και με τσακίζουν όταν τριγυρνώ στην πόλη, χωρίς τη μαγεία τους πια. Σκονισμένα, άρχισαν να παίρνουν την πατίνα του χρόνου. Άδεια...


 
Τώρα που επιμένεις να είσαι «ορατή» μόνο σε μένα. Τώρα που επιμένεις να «ζεις» μόνο για μένα. Τι μοναξιά...
Όταν ακούω λέξεις σε μια συζήτηση, που μου θυμίζουν εκείνες τις στιγμές, φεύγω και γυρνώ στη μοναξιά μου πίσω, ανυπεράσπιστος.

Σε έβαζαν τα μικρά παιδιά στις προσευχές τους εκείνες τις τελευταίες μέρες. Το πρώτο Σαββατοκύριακο που δεν το έζησες, που έλειπες. Άκουσα τόσα τραγούδια από τότε σαν να είσαι δίπλα μου.

Είναι δύσκολα τα φθινοπωρινά βράδια, όταν είσαι μισός, όταν η μέρα συνεχίζει να μικραίνει ανελέητα. Ο χρόνος και εκείνο το βλέμμα του «θεού», να με κοιτάει πίσω απ' τα τεράστια γυαλιά.



Τώρα που άρχισαν να στερεύουν τα δάκρυά μου, είδα μια μεγάλη νύχτα ένα ξερό φύλλο να το σέρνει ο αγέρας. Μου φάνηκε σαν ποντίκι που τρέχει να κρυφτεί. Πιστεύω πως φεύγω κάθε βράδυ σ' έναν μαγικό κόσμο και ένα σκυλί που αλυχτάει ασταμάτητα, να με γκρεμίζει πάλι στη νύχτα. Μετρούσα πάντα τα αστέρια. Μάταιος κόπος τότε, μάταιος και τώρα.

Έμαθα, μισός πια, πώς είναι να «βλέπεις» για δύο, να «ζεις» για δύο. Έστω και πίσω από τα γυαλιά. Τα φοράω καμιά φορά και «βλέπω» για σένα. Διαβάζω τα μισοδιαβασμένα βιβλία που μου άφησες.

Τις σκέψεις σου τις τελευταίες δεν θα τις μάθω ποτέ. Ίσως να μπήκες σε ένα όνειρο, μαζί μου, πλάι στη Θάλασσα, να τρώμε τηγανητές πιπεριές και να βουτάμε ευτυχισμένοι. Όταν όλοι σέρνονταν, κουρέλια, στους αποχωρισμούς, στους σταθμούς και στα νεκροταφεία, εμείς ζούσαμε ευτυχισμένες στιγμές, όχι αμέριμνοι, αυτές ξεπληρώνω. Σε τρόμαζε το μανιτάρι που επέμενε να ξαναφυτρώνει κάθε πρωί.

Δεν θα μάθω ποτέ το τελευταίο σου μετείκασμα, αυτή την «ατέλεια» του ματιού, να κρατάει την τελευταία εικόνα για μια στιγμή κι όταν αυτή δεν υπάρχει. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου.
Φως–«Φως»–Σκοτάδι, Φως–«Φως»-Σκοτάδι... 

Η στιγμή του θανάτου...

Όλα αυτά μου ήρθαν στο μυαλό, βλέποντας στην προθήκη μιας έκθεσης τα χοντρά γυαλιά του ποιητή. Άδεια πια... Το ξέρω· δεν έχουν κρατήσει σίγουρα ούτε το τελευταίο μετείκασμα...


 
Όταν ο πόνος στρέφεται προς τα μέσα γίνεται σαν το μαχαίρι. Και οι φίλοι, αμήχανοι, ανήμποροι, αφήνουν τον ανελέητο χρόνο να μου γιατρέψει τις πληγές. Τη ζω μόνος μου αυτή τη «γιατρειά». 

Προσπαθώ παράλογα να αντέξω στον άνεμο που με ξύπνησε χθες μέσα στην νύχτα.
Ξέρω ότι θα αφήσει πάνω μου το ίχνος του.
Με έχει γείρει ήδη... 


Φωτογραφίες


“But above the gray land and the spasms of bleak dust which drift endlessly over it, you perceive, after a moment, the eyes of Doctor T. J. Eckleburg. The eyes of Doctor T. J. Eckleburg are blue and gigantic — their irises are one yard high. They look out of no face, but, instead, from a pair of enormous yellow spectacles which pass over a nonexistent nose. His eyes, dimmed a little by many paintless days, under sun and rain, brood on over the solemn dumping ground.”
F. Scott Fitzgerald

3. Μανόλης Αναγνωστάκης, Περιοδικό "Εντευκτήριο" / Νο 71 

Σχόλια