TO.RA.KE. (Του Στέλιου Μουλά)




Παραμονή πρωτοχρονιάς, νύχτα, με το φεγγάρι να γράφει τ' όνομά σου. 

Θωρακίζω, θωρακίζεις, θωρακίζει. Μονώνω, μονώνεις, μονώνει...

Η μόνωση, η μοναξιά που όμως είναι ανοιχτή μπάζει από παντού...

Η από-μόνωση που δεν την διάλεξα.

Πικρή μοίρα, η μεγάλη χοροεσπερίδα απόψε στον ουρανό. Τα αστέρια με λαμπερές φορεσιές χορεύουν με τα σύννεφα. Πόσα από αυτά είναι ήδη νεκρά και μας στέλνουν μονάχα το φως τους; Ορίζοντας τον χρόνο.

Σαν τα μικρά παιδιά, ξεχνώ την άλλη στιγμή τον πόνο και ξαναζώ την «καλή» μοναξιά μου, όπως λέει η Πολλλύτιμη φίλη μου.

Κακοφορμίζει ήδη σαν πληγή στο μέρος της καρδιάς η ζωή μου. Τις νύχτες ευωδιάζει... Πάντα έτσι ήταν.

Η μόνωση, αυτός ο θώρακας που σκούριασε πια, δεν αντέχει και μπάζει πίκρα από μια τρύπα στο μέρος της καρδιάς. Στο άδειο προσκεφάλι, που είναι γεμάτο εφιάλτες πια και μια προσμονή ονείρου. Ατέλειωτες νύχτες, με ξαφνικά απέλπιδα ξυπνήματα. Στην αρχαία λαλιά ζητάω τη μόνωση, τον θώρακα, γυρίζω πάντα προς τα πίσω κρατώντας το νόμισμα, να σε δω κι ας ξέρω ότι είναι μάταιο και επώδυνο. Σκαλίζω την πληγή κάτω από το νεκρό πια φως των αστεριών.

Ποτέ δεν χόρτασα ζέστη τον χειμώνα. Η «μόνωση» της κουβέρτας κρατούσε σκεπασμένους μόνο τους πόθους και τα όνειρα της παιδικής μου ηλικίας. Άφηνε το κρύο να περνάει, έψαχνα πάντα μια ζεστή πτυχή της να φωλιάσω τα χέρια μου. Σαββατόβραδα με ανελέητη ερημιά έξω που τρύπωνε στο δωμάτιό μου, σβηστά τα φώτα και η γλυκιά αναμονή της Κυριακής. Έχτιζα φανταστικές πόλεις και σεργιανούσαμε στους δρόμους τους μαζί, πριν να σε γνωρίσω. Νύχτωνε και ξημέρωνε –πού να το ξέρω πως θα σε έχανα ξημέρωμα Σαββάτου;- και τριγυρνούσαμε στις γειτονιές που μοσχοβολούσαν σαν παιδικά όνειρα. Να μην ξυπνούσα ποτέ κι εγώ.

Δεν μου αρέσουν οι Κυριακές. Έχουν μια θλίψη που δεν την αντέχω. Άλλωστε, πάντα τελειώνει η λαμπρή χοροεσπερίδα στον ουρανό του Σαββατόβραδου.

Τι νόημα έχει να σκαλίζουμε πληγές παγωμένες; Ψάχνουμε ακόμη μάταια, να βρούμε τη ζέστη και μια φωλιά για τα χέρια μας. Γεμάτα με ψίχουλα των αστεριών. Τα χλωμά φώτα της παιδικής μου ηλικίας. Νύχτα θολή. Στους ασοβάντιστους τοίχους. Πώς ξεκίνησε η ζωή μας; Το έχω ξαναπεί· χάσαμε τον δρόμο στις παιδικές πόλεις των ονείρων μας που τριγυρνάμε. Ζητάμε πια ένα βαθύσκιωτο, να ξαποστάσουμε. 


Μεστώνει η γραφή, κοιλοπονάει, θα γίνει ποίηση, μόνο λέξεις και μετά θα σωπάσω για πάντα... Οι τελευταίοι σπασμοί. Σιωπή. Είμαι χαμένος... Έπαιξα και έχασα πια...

Η πανοπλία, ο θώρακας σκούριασε, έμειναν μόνο τα σκυλόδοντα που με δαγκάνουν, μου κόβουν κομμάτια της ψυχής. Τώρα πια νιώθω πραγματικά πάνω μου τη σκουριά και τη στάχτη που αφήνει το άλμα του καπνού στο τελευταίο σημείο σου.

Κι αν ποτέ γύριζες –να και η μεταφυσική... θα με έβρισκες καρφωμένο, αλυσοδεμένο, στο μπαλκόνι μας να σε περιμένω μόνος, κομματιασμένος σαν παλιός σπασμένος καθρέφτης. Οι καθρέφτες άδειοι από τη μορφή σου στο σπίτι μας. Μια τρύπια πανοπλία.

Θα μ' εύρισκες στο τραπέζι μας μόνο, να παλεύω να ταΐσω το ζώο...

Θα μ' εύρισκες να σε ψάχνω στις άδειες αγκαλιές των ρούχων σου, που στέκουν κρεμασμένα στην ντουλάπα μας περιμένοντας...

Θα μ' εύρισκες να ταΐζω τα ανταρτοπούλια κάθε πρωί, χαιρετώντας την ανατολή με τη γροθιά μας!

Θα μ' εύρισκες σκυφτό μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου. Να σε ψάχνω στις ασπρόμαυρες ταινίες. Να χάνομαι μέσα τους, αναζητώντας στα πλάνα τους τη μορφή σου.

Θα μ' εύρισκες να ψάχνω, μοναχός με τα χέρια, μάταια πια, μια ζεστή φωλιά στις παγωμένες κουβέρτες μας.

Κρύφτηκε το φεγγάρι απόψε, προσπαθώ να αδειάσω το κενό. Θα κοιμηθώ σε λίγο. Ίσως εκεί στις αγκαλιές του ύπνου. Θα κάνω προσκλητήριο κι απόψε...


Πώς να κοιτάξω πάλι την ανατολή της νέας χρονιάς;


Ο σκουριασμένος θώρακας, η θύρα για την έξοδο από τη μόνωση.

Κρατώ ήδη το νόμισμα. 



Γλωσσάρι


TO.RA.KE.: θώρακας στη Γραμμική Β'.

Φωτογραφίες

1. Η πανοπλία των Δενδρών, Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου.

«TO.RA.KE.»: αρχαιολογική ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή.

2. Στιγμιότυπο απ' το ντοκιμαντέρ «Αγέλαστος πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή.


Σχόλια