Υπάρχει κάτι ανεξήγητα συγκινητικό στην πετρουπολίτικη φύση μας όταν αυτή, με τον ερχομό της άνοιξης, επιδεικνύει ξαφνικά όλη την ορμή της, όλες τις δυνάμεις που της χάρισαν οι ουρανοί, φουντώνει, στολίζεται, γεμίζει χρώματα από άνθη... Κατά κάποιον τρόπο μου θυμίζει, άθελά της, μια κοπέλα σβησμένη και άρρωστη, τέτοια που την κοιτάτε καμιά φορά με συμπόνια, καμιά φορά με κάποια συμπάσχουσα αγάπη, ενώ καμιά φορά δεν την παρατηρείτε καν, αλλά αυτή ξαφνικά, για μια στιγμή, κάπως ανεπιτήδευτα γίνεται ανεξήγητα, θαυμάσια όμορφη, κι εσείς, κατάπληκτος και απορροφημένος, άθελά σας αναρωτιέστε: «ποια δύναμη παρότρυνε να λάμψουν με τέτοια φλόγα αυτά τα θλιμμένα, σκεπτικά μάτια; τι έφερε αίμα σ’ αυτά τα χλωμά, αδυνατισμένα μάγουλα; τι έλουσε με πάθος αυτά τα τρυφερά χαρακτηριστικά; γιατί φουσκώνει έτσι αυτό το στήθος; τι έφερε τόσο ξαφνικά δύναμη, ζωή και ομορφιά στο πρόσωπο της φτωχής κοπέλας, το έβαλε να φωτιστεί με ένα τέτοιο χαμόγελο, να ζωντανέψει με ένα τέτοιο αστραφτερό, σπινθηροβόλο γέλιο;» Κοιτάτε τριγύρω, ψάχνετε κάποιον, προσπαθείτε να μαντέψετε... Αλλά η στιγμή περνάει και, ίσως, την επόμενη κιόλας μέρα θα συναντήσετε πάλι το ίδιο σκεπτικό και αφηρημένο βλέμμα, όπως ήταν πριν, το ίδιο χλωμό πρόσωπο, την ίδια υποχωρητικότητα και ντροπαλότητα στις κινήσεις, ακόμα και μετάνοια, ακόμα και ίχνη κάποιας νεκρικής στεναχώριας και ενόχλησης επειδή για μια στιγμή παρασύρθηκε… Και λυπάστε που τόσο γρήγορα, τόσο ανεπιστρεπτί, μαράθηκε η στιγμιαία ομορφιά, που τόσο απατηλά και μάταια άστραψε μπροστά σας –λυπάστε, επειδή δεν είχατε το χρόνο ούτε για να την αγαπήσετε... Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Λευκές νύχτες / White Nights (short story)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου