Thornton Wilder ~ Η μικρή μας Πόλη


Η μικρή μας Πόλη (1962), Έλλη Λαμπέτη & Γιάννης Φέρτης 
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Παιδιά! Αυτό δεν μ’ αρέσει. Το πρωινό είναι φαγητό του Θεού όπως κάθε φαγητό και δεν εννοώ να σας βλέπω να το κατεβάζετε αμάσητο! Θα χαλάσει την υγεία σας και την ανάπτυξή σας. Άφησε το βιβλίο Γουόλλυ.
ΓΟΥΟΛΛΥ: Μαμά...
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Το ξέρεις πολύ καλά πως στο τραπέζι βιβλία δεν έχει. Προτιμώ να βλέπω τα παιδιά μου γερά, παρά να τα δω σοφά.
ΕΜΙΛΥ: Εγώ είμαι και τα δυο μαμά. Το ξέρεις. Στο σχολείο είμαι το πιο έξυπνο κορίτσι για την ηλικία μου. Έχω θαυμάσια μνήμη.


[...]
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Να σου πω, αν αυτός ο παλιατζής το λέει στα σοβαρά, να το πουλήσεις Τζούλια.Και ύστερα θα πας μάλιστα να δεις και το Παρίσι.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Με συγχωρείς που σου το ανάφερα. Μόνο
που εγώ θαρρώ πως μια φορά προτού
πεθάνει κάνεις, πρέπει να δει κι έναν
τόπο όπου ο κόσμος δεν μιλάει τη
γλώσσα μας και ούτε θέλει να τη μιλήσει.


[...]
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δε σκέπτεσθε καθόλου την πόλη σας;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Πιο μπροστά, δεν έρχεστε λίγο πιο
μπροστά, να σας ακούμε όλοι; Τι λέγατε;
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δε λογαριάζει κανείς στην πόλη σας την
κοινωνική αδικία και την οικονομική ανισότητα;
ΓΟΥΕΜΠ: Βέβαια, όλος ο κόσμος, άλλο να σας τα
λέω! Θα 
λεγε κανείς πως όλη μας την
ώρα την περνάμε συζητώντας ποιος
είναι πλούσιος και ποιος φτωχός!
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τότε γιατί δεν κάνετε τίποτα;
ΓΟΥΕΜΠ: Να σας πω, είμαστε έτοιμοι να
ακούσουμε τη γνώμη οποιουδήποτε για
να επιπλεύσουν οι εργατικοί και οι
μυαλωμένοι και οι τεμπέληδες και οι
καυγατζήδες να κάτσουνε στον πάτο.
Όποιος ξέρει τρόπο, να 
ρθει να μας το
πει. Όμως ώσπου να το κανονίσουνε
αυτό, εμείς προσπαθούμε και
φροντίζουμε για κείνους που δεν τα
βγάζουν πέρα μοναχοί τους και όσους τα
βγάζουν πέρα τους αφήνουμε ήσυχους.
Τίποτα άλλες ερωτήσεις;


[...]
ΓΟΥΕΜΠ: ...Όχι κυρία μου, δεν έχουμε και πολύ
καλλιέργεια του ωραίου,
όμως εδώ ίσως πρέπει να σας πω,
ότι έχουμε και μεις πράγματα
που χαιρόμαστε με τον τρόπο
μας. Μας αρέσει ο ήλιος όταν βγαίνει το
πρωί από τα βουνά και όλοι μας
προσέχουμε τα πουλιά, τα
παρακολουθούμε πολύ, όπως και τα
δέντρα και τα λουλούδια. Και
προσέχουμε και τις εποχές της φύσης!
Ναι, αυτά τα ξέρουμε και τα χαιρόμαστε
όλοι. Όμως για τα άλλα, έχετε δίκιο
κυρία μου! Λίγα πράγματα. Να, τον
«Ροβινσώνα Κρούσο» και την Βίβλο, το
Λάργκο του Χαίντελ... αυτά τα ξέρουμε!
Κι από ζωγραφική τη «Μητέρα» του
Χουΐστλερ! Να ως εκεί φτάνουμε.


[...]
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Έλα τώρα Φρaνκ, μη γίνεσαι ανάποδος.
Έλα εδώ έξω να μυρίσεις τα λουλούδια
με το φεγγάρι. (Σεργιανίζουν μπροστά
στα φώτα της ράμπας, πιασμένοι απ’ το
μπράτσο). Θαύμα δεν είναι; Τι έκανες
όση ώρα έλειπα;
ΓΚΙΜΠΣ: Ε... διάβασα, όπως πάντα. Τι
κουτσομπόλευαν απόψε τα κορίτσια;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Λοιπόν, πίστεψε με, Φρανκ, απόψε υπήρχε
θέμα για κουτσομπολιό.
ΓΚΙΜΠΣ: Χμμ! Ο Σίμον Στίμσον ήτανε πάλι στο
κέφι.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Πως θα
τελειώσει αυτή η ιστορία Φρανκ;
Ο αιδεσιμότατος δεν μπορεί να τον
συγχωρεί πάντα.
ΓΚΙΜΠΣ: Θαρρώ πως ξέρω για τα βάσανα του
Στίμσον περισσότερα απ’ όσα ξέρει κάθε
άλλος εδώ πέρα. Μερικοί άνθρωποι δεν
είναι φτιαγμένοι για να ζήσουν σε μια
τόσο μικρή πόλη. Πώς θα τελειώσει,
αυτό δεν το ξέρω. Μα δεν περνάει και
τίποτα απ’ το χέρι μας. Ας τον αφήσουμε
ήσυχο τον άνθρωπο. Έλα, μπες μέσα.


[...]
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Έχουν περάσει τρία χρόνια.
Ναι, ο ήλιος βασίλεψε κι υψώθηκε πάνω από
χίλιες φορές. Καλοκαίρια και χειμώνες
έσκαψαν τα βουνά λίγο περισσότερο και
η βροχή κατέβασε κάμποσο απ’ το χώμα
τους. Κάτι μωρά που πριν δεν είχαν
ακόμη γεννηθεί, άρχισαν κιόλας να
μιλούνε και να λένε ολόκληρες φράσεις.
Μερικοί που νόμιζαν πως ήταν ακόμη
νέοι και λεβέντες, κατάλαβαν πως δεν
μπορούνε πια ούτε μια σκάλα ν’ ανέβουν,
χωρίς να λαχανιάσουν. Σε μερικά
τραπέζια ο πρωτότοκος γιος κάθεται
τώρα στη θέση του πατέρα και μερικοί-
μερικοί που ξέρω, πρέπει για να φάνε τη
σούπα τους να τους ταΐσουν με το
κουτάλι. Όλ’ αυτά γίνονται μέσα σε
χίλιες μέρες. Η Φύση προχωράει και
μοχθεί με χίλιους δυο τρόπους. Πολλοί
νέοι αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν. Ναι,
το βουνό φαγώθηκε μερικά χιλιοστά του
μέτρου. Ένα ολάκερο ποτάμι νερό
πέρασε από το νερόμυλο και πού και πού
ένα καινούργιο σπιτικό στήθηκε κάτω
από μια στέγη. Όλος ο κόσμος σχεδόν
παντρεύεται! Έτσι δεν είναι; Και στη
μικρή μας πόλη λίγες είναι οι εξαιρέσεις.
Οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο
κατεβαίνουν στον τάφο παντρεμένοι. Η
Πρώτη Πράξη λεγότανε: «Η Καθημερινή
Ζωή». Αυτή εδώ λέγεται «Έρωτας και
Γάμος». Ύστερα από αυτήν έχουμε μια
Πράξη ακόμα. Θαρρώ πως μπορείτε να
μαντέψετε τι θα είναι η Τρίτη Πράξη.

[...]
Να και η κυρία Γκιμπς και η κυρία Γουέμπ κατεβαίνουν
να ετοιμάσουν το πρωινό, σάμπως και σήμερα να ναι μια μέρα 
σαν όλες τις ημέρες. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσω
στις κυρίες που είναι στο ακροατήριο,
πως οι δυο κυρίες που βλέπουνε μπροστά
τους και οι δυο αυτές κυρίες, ετοιμάζουν
το φαγητό τρεις φορές τη μέρα, η μια
είκοσι χρόνια τώρα, η άλλη σαράντα και
χωρίς διακοπές τα καλοκαίρια.
Ανάθρεψαν δυο παιδιά η καθεμιά,
Έπλυναν, έκαναν όλο το νοικοκυριό και
ποτέ δεν έπαθαν νευρική υπερκόπωση.
Ούτε και ποτέ θεωρήσανε τον εαυτό
τους αδικημένο... Είναι αυτό που λέει
ένας ποιητής από τις πολιτείες πέρα στις
κοιλάδες των μεγάλων ποταμών: «Πρέπει
ν’ αγαπάς τη ζωή για να 
’χεις ζωή. Και
πρέπει να 
’χεις μέσα σου ζωή, για ν’
αγαπήσεις τη ζωή». Είναι αυτό που λένε
φαύλος κύκλος.


[...]
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πολύ
όλους. Τώρα πρέπει εδώ να σας
ξαναδιακόψω. Βλέπετε, θέλουμε να
μάθουμε πως άρχισαν όλα αυτά,
αυτός ο γάμος, αυτή η απόφαση δυο ανθρώπων
να περάσουν όλη τη ζωή μαζί. Με
ενδιαφέρει φοβερά να μάθω πώς
αρχίζουν κάτι τέτοια μεγάλα πράγματα.
Ξέρετε πώς γίνεται! Είσαι εικοσιενός-
εικοσιδυό χρονώ και παίρνεις κάτι
αποφάσεις κι ύστερα φσσστ! είσαι
εβδομήντα χρονώ! Πενήντα χρόνια τώρα
είσαι δικηγόρος κι αυτή η γριούλα με τ’
άσπρα μαλλιά που κάθεται δίπλα σου,
έχει φάει στο ίδιο τραπέζι με σένα
πενήντα χιλιάδες φορές. Πώς αρχίζουν
όλα αυτά; Ο Τζωρτζ και η Έμιλυ θα σας
δείξουν τη συνάντησή τους, όταν για
πρώτη φορά κατάλαβαν πως... όπως λέμε
συνήθως... ήταν πλασμένοι ο ένας για
τον άλλον. Μα προτού αρχίσουν, θα
ήθελα να προσπαθήσετε να θυμηθείτε
πώς νοιώθει κανείς όταν είναι νέος, πώς
νοιώθατε όταν ήσασταν δεκάξι,
δεκαεπτά χρονώ. Δεν ξέρω για ποιο λόγο
είναι δύσκολο αυτό, να 
’ρθουν πίσω
εκείνες οι μέρες όπου το παραμικρό
μπορούσε να 'ταν υπέροχο, σχεδόν
αβάσταχτα υπέροχο. Και ιδιαίτερα οι
μέρες που για πρώτη φορά ήσασταν
ερωτευμένος. Όταν γυρίζατε σαν
υπνοβάτης, όταν καλά-καλά δεν
ακούγατε τα λόγια που σας έλεγαν,
ήσαστε λίγο σαν τρελός. Προσπαθήστε
να το θυμάστε αυτό παρακαλώ.


[...]
ΤΖΩΡΤΖ: Και έπειτα, όπως λες κι εσύ, να λείψω
όλο αυτό τον καιρό... να 
μαι σ’ άλλα
μέρη, να γνωρίσω άλλο κόσμο... Αν αυτό
μπορεί να γίνει, τότε δε θέλω να φύγω.
Οι καινούργιοι φίλοι δεν είναι ποτέ
καλύτεροι από τους παλιούς. Ασφαλώς
ποτέ δεν είναι δυνατόν να είναι
καλύτεροι. Έμιλυ... νομίζω πως είσαι ο
πιο καλός μου φίλος. Δεν χρειάζεται να
πάω και να γνωρίσω άλλους σε άλλα
μέρη.


[...]
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: (Σταματά το σιδέρωμα για μια στιγμή)
Μήπως ξέρω κι εγώ τι να πω!
Μου φαίνεται πως πάει πολύ να ζητήσεις από
ένα αγόρι ως εκεί απάνω, μαθημένο στο
ύπαιθρο, να πάει να κλειστεί για τρία χρόνια μέσα σε μια αίθουσα σχολείου.
Και αν πάει στο κτήμα πάλι, καλύτερα ναχει και μια συντροφιά
μια και βρήκε ένα καλό κορίτσι σαν την Έμιλυ...
Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να ζούνε
δυο-δυο σ’ αυτόν τον κόσμο... Ναι Φρανκ,
ανέβα να του πεις το ναι.


[...]
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Υπάρχουν πολλά πράγματα
που πρέπει να ειπωθούν σ’ ένα
γάμο. Πολλές σκέψεις γίνονται την ώρα
ενός γάμου. Δεν μπορούμε φυσικά να τα
χωρέσουμε όλα σε ένα γάμο, και
ιδιαίτερα σ’ ένα γάμο στο Γκρόβερς
Κόρνερς, όπου η τελετή είναι φοβερά
σύντομη και απλή. Σ’ αυτό το γάμο εγώ
παίζω τον ιερέα. Αυτό μου δίνει το
δικαίωμα να πω μερικά λόγια παραπάνω
γύρω από το γάμο. Για λίγη ώρα, το έργο
μας θα σοβαρέψει αρκετά. Βλέπετε
μερικές θρησκείες λένε πως ο γάμος
είναι ένα μυστήριο. Δεν ξέρω τι ακριβώς
θα πει αυτό, αλλά μπορώ να το
συμπεράνω. Όπως έλεγε κι η κυρία
Γκιμπς πριν από δυο λεπτά: Οι άνθρωποι
είναι φτιαγμένοι για να ζούνε δυο-δυο. Ο
γάμος που θα δούμε είναι ένας καλός
γάμος, όμως οι άνθρωποι είναι έτσι
καμωμένοι, ώστε ακόμα και σ’ ένα καλό
γάμο υπάρχει στα κατάβαθα της ψυχής
τους μια μεγάλη σύγχυση και
σκεφτήκαμε πως κι αυτό έχει τη θέση
του στο έργο μας. Ο πραγματικός
πρωταγωνιστής της σκηνής δεν
εμφανίζεται καθόλου, και όλοι ξέρετε
ποιος είναι. Όπως είπε κι ένας
Ευρωπαίος: «Κάθε παιδί που γεννιέται
στον κόσμο είναι και μια προσπάθεια της
Φύσης να φτιάξει ένα τέλειο ανθρώπινο
πλάσμα». Λοιπόν, που λέτε,
παρακολουθήσαμε τόση ώρα την Φύση
που προχωρεί και μοχθεί μ’ ένα σωρό
τρόπους. Ξέρουμε όλοι πως η Φύση
ενδιαφέρεται για την ποσότητα. Όμως
θαρρώ πως ενδιαφέρεται και για την
ποιότητα, γι’ αυτό είμαι κι εγώ ιερέας.


[...] 
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ό,τι κι αν λένε οι άνθρωποι 
με το στόμα τους, όλοι ξέρουν πως κάτι είναι αιώνιο.
Κι αυτό το κάτι δεν είναι τα
σπίτια μας, ούτε τα ονόματα, ούτε η γη,
ούτε καλά-καλά τ’ αστέρια... Ο καθένας
γνωρίζει βαθιά, στα κόκαλά του, πως
κάτι είναι αιώνιο, και πως αυτό το κάτι
έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Οι
μεγαλύτεροι άνδρες μας το λένε και μας
το ξαναλένε πέντε χιλιάδες χρόνια τώρα
κι όμως δεν φαντάζεστε πως ο κόσμος
όλη την ώρα το ξεχνά. Υπάρχει κάτι
αιώνιο εδώ στα κατάβαθα του κάθε
ανθρώπου. (Παύση). Το ξέρετε καλύτερα
από μένα, πως οι νεκροί δε μένουνε
δεμένοι για πάντα με μας τους
ζωντανούς. Σιγά-σιγά, λίγο-λίγο, μας
παρατούν, και τη γη... και τις φιλοδοξίες
που είχαν... και τις χαρές που ένοιωθαν…
και τα βάσανα που τράβηξαν... και τους
ανθρώπους που αγαπούσαν. Κόβουνε το
δεσμό τους με τη γη, σαν το παιδί που
αποκόβει από της μάνας του το στήθος.
Ναι, έτσι το βλέπω εγώ. Κείτονται εδώ,
ενώ το γήινο μέρος του εαυτού τους
καίγεται... γίνεται στάχτη... και όλον
ετούτο τον καιρό σιγά-σιγά γίνονται
ξένοι με ό,τι συμβαίνει κάτω εκεί στο
Γκρόβερς Κόρνερς. Περιμένουν.
Περιμένουν κάτι που νοιώθουν πως θα 
ρθει.
Μην καρτερούν εκείνο το αιώνιο
κάτι να βγει στο φως; Μερικές από τις
κουβέντες που θα πούνε, μπορεί να σας
πληγώσουν. Όμως, τι τα θέλετε, έτσι
είναι. Μάνα με κόρη... άντρας με
γυναίκα... εχθρός με τον εχθρό... το
χρήμα για τον φιλάργυρο... όλα αυτά τα
τόσο φοβερά σπουδαία πράγματα, με τον
καιρό θαρρείς πως ξεθωριάζουν εδώ
απάνω. Και τι απομένει; Τι απομένει όταν
η μνήμη σας χαθεί και η ατομικότητα
σας, κύριε τάδε; (Κοιτάζει μια στιγμή
προς το κοινό, ύστερα γυρνά τη ματιά
του στη σκηνή).


[...]
ΕΜΙΛΥ: (Απαλά, περισσότερο με απορία παρά με θλίψη)
Δεν αντέχω άλλο. Είναι τόσο νέοι και τόσο όμορφοι.
Για ποιο λόγο, Θεέ μου να γεράσουν;
Μαμά εδώ είμαι. Έχω μεγαλώσει. Σας αγαπώ όλους...
και όλα ... Δε χορταίνω να κοιτάζω το κάθε
τι. Αυτή εδώ είναι η φουντουκιά μας!
(Τριγυρνά για λίγο προς τον κεντρικό
δρόμο). Να το μαγαζί του κ. Μόργκαν! Κι
εκεί είναι το Γυμνάσιο, πάντα και πάντα
και για πάντα! Κι εκεί η εκκλησία που
παντρεύτηκα. Ω Θεέ μου, Θεέ μου. Ω! Θεέ
μου! (Ο Διευθυντής Σκηνής της γνέφει.
Της δείχνει το σπίτι. Η Έμιλυ λέει «ναι»
χωρίς να βγει ήχος απ’ το στόμα της και
πηγαίνει στο σπίτι) Καλημέρα μαμά.


[...]
ΕΜΙΛΥ: (Στον Διευθυντή Σκηνής δυνατά). Δεν μπορώ άλλο.
Δεν μπορώ να συνεχίσω.
Περνούνε όλα τόσο γρήγορα.
Δεν έχουμε καιρό να δούμε αληθινά ο ένας τον
άλλον. (Ο Διευθυντής Σκηνής κάνει
νεύμα. Η Κυρία Γουέμπ εξαφανίζεται).
Δεν είχα καταλάβει. Ώστε όλ’ αυτά τα
ζούσαμε, και μεις δεν τα προσέχαμε.
Πάρτε με, πάρτε με πάνω στο λόφο, στον
τάφο μου. Όμως πρώτα μια στιγμή!
Ακόμα μια ματιά. Έχε γεια, έχε γεια
κόσμε. Έχε γεια χωριό μου...
Μαμά, μπαμπά! Ρολόγια που χτυπάτε τις ώρες!
Και τα λουλούδια της μαμάς! Και το φαΐ
κι ο καφές! Και τα φρεσκοσιδερωμένα
ρούχα και τα μπάνια τα ζεστά!... Κι ο
ύπνος! Και το ξύπνημα κάθε πρωί! Ω γη,
είσαι τόσο θαυμαστή που κανείς δεν
μπορεί να σε καταλάβει. (Κοιτάζει τον
Διευθυντή Σκηνής και τον ρωτάει
ξαφνικά μες απ' τα δάκρυά της)
Καταλαβαίνουν οι άνθρωποι ποτέ,
νοιώθουν οι άνθρωποι πέρα ως πέρα τη
ζωή όσο τη ζούνε; Κάθε λεπτό, κάθε
στιγμή;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Όχι! (Παύση) Οι Άγιοι και οι ποιητές,
ίσως τη νοιώθουν κάπως.
ΕΜΙΛΥ: Έτοιμη είμαι. (Γυρνάει στην καρέκλα της
δίπλα στην Κυρία Γκιμπς). Μητέρα
μακάρι να σε είχα ακούσει. Τώρα θέλω να
ησυχάσω λίγο! Μητέρα τα είδα, όλα τα
είδα. Είδα τον κήπο σας.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι καλή μου;
ΕΜΙΛΥ: Ώστε αυτό είναι οι ζωντανοί! Άνθρωποι
τυφλοί.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ : Κοίταξε, ο ουρανός ανοίγει. Βγαίνουν τ’
αστέρια.
ΕΜΙΛΥ: Κύριε Στίμσον, μακάρι να τους είχα
ακούσει.
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: Ναι! Τώρα το 'μαθες. Τώρα ξέρεις!
Αυτό θα πει να είσαι ζωντανός. Να τριγυρνάς
μέσα σ’ ένα σύννεφο άγνοιας. Να
πηγαίνεις πάνω-κάτω τσαλαπατώντας τα
αισθήματα εκείνων, εκείνων που είναι
γύρω σου. Να χάνεις και να σπαταλάς
τον καιρό σου σα να έχεις μπροστά σου
χίλια χρόνια. Να 
σαι πάντοτε έρμαιο του
πάθους σου και του εγωισμού σου. Τώρα
ξέρεις! Αυτή είναι η ευτυχία που ήθελες
να δεις. Τους φώναξες; Ξεφώνισες καλά
για να σ’ ακούσουν;
ΕΜΙΛΥ: Φώναξα, ναι!


[...]
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Οι περισσότεροι έχουν κοιμηθεί στο
Γκρόβερς Κόρνερς. Είναι ακόμα λίγα
φώτα αναμμένα εδώ κι εκεί. Ο Σόρτυ
Χάουκινς κάτω στο σιδηροδρομικό
σταθμό, κοιτάζει την ταχεία για το
Όλμπανυ που πέρασε χωρίς να
σταματήσει. Και στο δημόσιο στάβλο
κάποιος ξαγρυπνάει και κουβεντιάζει.
Ναι, ο καιρός ανοίγει. Βγαίνουν τ’
αστέρια. Συνεχίζουν τα παλιά, προαιώνια
σταυρωτά ταξίδια τους στον ουρανό. Οι
σοφοί δεν αποφάσισαν ακόμα, όμως
φαίνεται πως δεν υπάρχουν ζωντανοί
εκεί απάνω. Είναι μόνο μια σφαίρα από
πηλό ή από φωτιά. Μόνο αυτό εδώ το
αστέρι πολεμάει, μοχθεί όλη ώρα να γίνει
κάτι. Ο μόχθος είναι τόσο μεγάλος που
κάθε δεκάξι ώρες όλος ο κόσμος
ξαπλώνεται και ξεκουράζεται λιγάκι.
(Κουρντίζει το ρολόι του). Χμ...
Έντεκα η ώρα στο Γκρόβερς Κόρνερς.
Πηγαίνετε κι εσείς ν’ αναπαυθείτε.
Καληνύχτα.


Θόρντον Ουάιλντερ, Αποσπάσματα απ' το έργο "Η Μικρή μας Πόλη" (βλ. κι εδώ) / Our Town

Σχόλια