Η «γεύση» των ποτισμένων τοίχων & οι εκπεσόντες άγγελοι (Του Στέλιου Μουλά)


Απόγευμα, και έρχεται μια ανοιξιάτικη παράξενη βροχή. Την περιμένω. Κλειδωμένα τα χείλη μου, με μια πικρή γεύση «ζωής». Είναι πολλά, πάρα πολλά και δεν αντέχω πια να τα σηκώνω... Το πικρό αναπάντητο ερωτηματικό.

Κρατάει ακόμη η μέρα. Βραδιάζει σιγά-σιγά.

Γιατί αυτές τις πρώτες ανοιξιάτικες νύχτες μού έρχονται στη σκέψη οι εκπεσόντες Άγγελοι; Έχω χρόνια να τους δω· Κλείστηκα... Έβγαιναν τέτοιες μέρες από την φυλακή - από τις δικές τους φυλακές δεν βγήκαν ποτέ, αν ζουν ακόμη.




Κάνω προσκλητήριο... στο άδειο σπίτι που δεν θα ξαναβαφτεί.

Ο Άγγελος, ο Αντώνης, ο Γρηγόρης, ο Γιάννης που ήταν φτωχοδιάβολος, ο Αντώνης που έπαιζε στο μπουζούκι τον «Νικόλα τον ψαρά»
* και κείνος ο Νίκος με τα «βαμμένα κόκκινα» τίμια χέρια...


Την Άνοιξη και το καλοκαίρι έκαναν δουλειές του ποδαριού, πουλούσαν κουλούρια στην Τσιμισκή, έκαναν τον χαμάλη, έβαφαν σπίτια. Φορές–φορές στα πεζοδρόμια μοίραζαν αγκαλιές. Εκεί τους γνώρισα, χρωματίζαμε μαζί, παλιά «δοχεία ζωής». Στο πρωινό –ξημερώματα στην πόλη - ραντεβού. Στα μεσημεριανά διαλείμματα για φαγητό, στο τελευταίο τσιγάρο του πακέτου που το μοιραζόμασταν.

Τον Οκτώβριο, βαριά Νοέμβριο, ξανάμπαιναν στην φυλακή, να ξεχειμωνιάσουν. Πάντα υπήρχαν λόγοι να μπουν στη φυλακή. Ο κυριότερος, ήταν ο χειμώνας που έρχονταν βαρύς, χανόταν σαν τα χελιδόνια. Μα όταν σήκωνα το κεφάλι να δω τον χειμωνιάτικο ουρανό, τους έβλεπα να παίζουν κρυφτό με τα σύννεφα. Κοίταζαν πάντα την πόλη από ψηλά...

Στο σχόλασμα, βράδυ πια, περπατούσαμε άσκοπα στην πόλη με τα ρούχα της δουλειάς, να ξεμουδιάσουμε τα πόδια μας από τη σκάλα. Βαδίζαμε αδέξια σαν τους ναυτικούς στη στεριά, ξέμπαρκοι. Με πήγαιναν σε κρυφές γωνιές με μοναχικούς και πίναμε. Αυτοί έπιναν πολύ, όλη την μέρα, ξεκινούσαν από το πρωί. «Για να ισορροπώ στην σκαλωσιά...
» έλεγε ο Αντώνης. Δοκίμαζε, ακουμπώντας τη γλώσσα του στους παλιούς τοίχους, για να καταλάβει με τι χρώμα ήταν βαμμένοι. Μου το έμαθε και μένα, μόνο που όταν το έκανα και γω μου έμενε μια πικρή γεύση στο στόμα, απ' τη ζωή που τους είχε ποτίσει. Δεν το άντεχα, άναβα κατευθείαν τσιγάρο.

Μου έμαθαν πολλά· από εκεί που περνάει το πινέλο και αφήνει χρώμα, δεν πρέπει να ξαναπερνάει, σαν το νερό του ποταμού μού έλεγαν, σαν τη ζωή έλεγα εγώ.

Ένιωθαν τιμή τους που είχαν δίπλα τους έναν «σπουδαγμένο». Φοιτητής, αλλά και μετά το πτυχίο, που άργησα να το πάρω, δουλεύαμε μαζί. Με αγαπούσαν, δεν θέλω να πω με σέβονταν αν και νομίζω αυτό ένιωθαν. Δεν ένιωθα ξένος ανάμεσά τους, ούτε και αυτοί με είχαν για ξένο.

Περπατούσα μαζί σου μια μέρα στην Τσιμισκή. Να μπορούσε να... σταματήσει ο Ήλιος;

Είδα τον Άγγελο να πουλάει κουλούρια, τον πείραξα χτυπώντας τον στην πλάτη. Ήξερα ότι δεν το ανέχονταν να τον αγγίζει κάποιος. Γύρισε αγριεμένος
· φοβήθηκες. Μόλις με είδε, με αγκάλιασε και με σήκωσε ψηλά. «Ο Αρχιτέκτονας!!!» φώναξε, γελώντας δυνατά. Μου φάνηκε ότι το είπε με περηφάνια. Εγώ ένιωσα τη ζεστή του αγκαλιά και τη γνώριμη μυρωδιά του ούζου.

«Σε πείραξε κανείς;» με ρώτησε. «Άντε γιατί έρχεται χειμώνας... φεύγουν τα χελιδόνια και θέλω να ξεχειμωνιάσω...». Τον κέρασα τσιγάρο, έβγαλε φωτιά και άναψε και το δικό μου. Σας σύστησα, σου μιλούσε ευγενικά και με σεβασμό. «Πήρες το καλύτερο παιδί» σου είπε και γω ντράπηκα με τέτοια τιμή. Έχω να τον δω από τότε...

Γιατί να τους θυμηθώ απόψε; Δεν ήρθε η βροχή· έμειναν μόνο τα σύννεφα και κάτι πουλιά να παίζουν κρυφτό μαζί τους. Άνοιξη!

Είναι τα αδέρφια μου και νοστάλγησα να τους ξαναδώ, να ξαναβάλω τα ρούχα της δουλειάς, να ανέβω ξανά τη «σκάλα», να χρωματίσουμε τα άδεια σπίτια με τους ξεχασμένους παλιούς καθρέφτες. Να ξαναμοιραστούμε τη ρέγγα, ψημένη στην εφημερίδα, το ούζο και το μοναδικό τελευταίο τσιγάρο. Να περπατήσουμε μουδιασμένοι στους κρυφούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, να πάμε στα κρυφά τα μέρη της με τους ξέμπαρκους. Ξέμπαρκοι και μεις, ξέμπαρκος πια και γω. Να τα πιούμε. Να πιούμε μαζί το πιοτό των ηττημένων Αγγέλων.

Και τώρα, χωρίς εσένα πια, τα μαζεύω ηττημένος για να φύγω... Έρχονται στα όνειρά μου ένας–ένας, τις Ανοιξιάτικες βραδιές και μ' αγκαλιάζουν, τους δίνω το τελευταίο μου τσιγάρο, γιατί ξέρω τι άξιζε γι' αυτούς.
Έρχονται, μ' αγκαλιάζουν και μου καρφώνουν τρυφερά, δύο φτερά στην πλάτη. Να γίνω και γω, επιτέλους, ένας απ αυτούς...


Φωτογραφία

Βιμ ΒέντερςΤα φτερά του έρωτα (1987)

Παραπομπή

* Ο Νικόλας ο ψαράς, Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης, Στίχοι: Γιώργος Μητσάκης, Τραγούδι: Στέλιος Καζαντζίδης / Πρώτη εκτέλεση: Πρόδρομος Τσαουσάκης & Μαρίκα Νίνου (Ντουέτο / Ηχογραφήθηκε το 1949).

Στις 15-2-1965, ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα ηχογραφούν στην Odeon-Parlophone τέσσερα τραγούδια του Τσιτσάνη, που συμπεριλαμβάνονται στον μεγάλο δίσκο «Καζαντζίδης» (Margo 8068). «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Ο Νικόλας ο ψαράς» (συνδημιουργία με τον Γιώργο Μητσάκη) και «Φέρτε μου να πιω» («Για τα μάτια που αγαπώ»). Τα δυο τελευταία κυκλοφορούν και σε 45άρια. Μπουζούκι παίζει ο Γιάννης Αγγέλου, ενώ στο τελευταίο σιγοντάρει και ο Πάνος Ιατρού.

Σχόλια