Βροχή, συντρόφισσα (Του Στέλιου Μουλά)




Ψηλά στα κάστρα, στις επάλξεις, ήμουν δεν ήμουν δεκαοχτώ χρονών, ρημαγμένος από κείνες τις ήττες της νιότης που αφήνουν πληγές για μια ζωή, στεκόμουν μες την βροχή που ήρθε να με παρηγορήσει, μ' ένα τσιγάρο στο στόμα, χωρίς καμιά ομπρέλα. Απελπισμένος, γιατί έχανα έναν έρωτα. Έτσι ένιωθα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Λες και δεν είχα μια ζωή μπροστά μου... Ήρθε η βροχή να με ξεπλύνει, μου έσβηνε το τσιγάρο...
Πνιγόμουν και βούρκωνα...

Κατηφόρισα προς τη Θεσσαλονίκη που απλωμένη κάτω, ηρεμούσε μετά από τη μεγάλη πορεία για το Πολυτεχνείο. Νεκρική πομπή... Εκείνο το βράδυ μουσκεμένος, γύρισα στο σπίτι και αποφάσισα να φύγω για το Στενό...

Ο κρυφός πόθος για τα μακρινά θαλασσινά ταξίδια και το ναυτικό φυλλάδιο, που μου' τρωγε τα σωθικά. Σιγά–σιγά κι αυτό δεν είχε τελειωμό. Ούτε το ξημέρωμα. Όπως απόψε, που δεν λέει να τελειώσει η νύχτα.

Ερχόταν πάντα η βροχή, την είχα συντρόφισσα. Στις δύσκολες στιγμές με ξέπλενε και με παρηγορούσε. Ήταν όμως εκεί και στις χαρούμενες στιγμές σαν να το ένιωθε...
Ήταν εκεί και όταν δοκίμασα την πρώτη γεύση, αρχές καλοκαιριού, απόγευμα. Αναλφάβητος, μαθητευόμενος...

Κι απόψε που νιώθω ότι έζησα πια, δεν λέει να σταματήσει.

Άνοιξη...

Όμως και φέτος άνθισε το δέντρο και τα πουλιά έρχονται κάθε πρωί να με καλημερίσουν. Μόνο ίσκιος πια. Ο γέροντας κοντοστάθηκε και κοίταξε το ηλιοβασίλεμα πριν να μπει στο σπίτι του. Τον είδα να αποχαιρετάει την μέρα. Γιατί να τον δω; Τι κατάρα είναι αυτή η ματιά;

Όσοι χαιρέτησαν και «έφυγαν» -γραμμένο με εισαγωγικά- τριγυρνάνε μαζί με το παρελθόν, που έγινε μια ατελείωτη ταξιδεμένη θάλασσα και με πνίγει. Μένω για λίγο στον αφρό και μετά βουτιά, χωρίς ανάσα, στην κρύα αγκαλιά της, ψάχνοντας...
Όσοι «έφυγαν» γυρίζουν κάθε βράδυ να με συντροφέψουν στην Αγρυπνία και στον μεγάλο χορό των αστεριών. Με πιάνει ο ύπνος κι όταν ξυπνώ είναι εδώ τριγύρω μου, βουβοί για να μην μου ταράξουν τον ύπνο.

Και η βροχή ασταμάτητη, να με μουσκεύει χωρίς να μπορεί να με ξεπλύνει, αδύναμη πια, με εγκαταλείπει, μου λέει να φύγω. Μου ανοίγει την πύλη...

Κάτι μαύρα πουλιά κουρνιάζουν κάθε βράδυ στο «νησί του καφέ». Περιμένουν να σχολάσουν τα κορίτσια, μοναχικά. Πώς απλώνεται σιγά – σιγά η φθορά; ξεκινάει απ' έξω. Η σιωπή και η απομάκρυνση από τις μνήμες, χωρίς νόημα, χωρίς καθρέφτη πια, σαν τον τυφλό. Χωρίς αντικατοπτρισμούς, χωρίς είδωλα, χωρίς μνήμη.

Έσπασαν οι καθρέφτες.

Γιατί να γράφω; Για ποιoν;

«Μακάριόν ἐστιν ἡ τραγῳδία ποίημα κατὰ πάντ᾽, εἴ γε πρῶτον οἱ λόγοι ὑπὸ τῶν θεατῶν εἰσιν ἐγνωρισμένοι, πρὶν καί τιν᾽ εἰπεῖν· ὥσθ᾽ ὑπομνῆσαι μόνον δεῖ τὸν ποιητήν».

Ποια τραγωδία; Μην τρέφουμε αυταπάτες· είναι η ίδια η ζωή. Μοίρα μας, να τα ζούμε όλα. Να μην κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα, να την αναγνωρίζουμε με μια λέξη μόνο. Το χειρότερο είναι να φτιάχνουμε μια δικιά μας πραγματικότητα, κατά πώς μας βολεύει, γιατί πάντα το νερό στο ποτήρι είναι μισό. 

Τα λέω αυτά τώρα που μου απόμειναν μόνο τα τζάμια να σε χαϊδεύω... και να σε κοιτάζω πίσω απ' αυτά, στην άλλη μεριά του καθρέφτη. Προσπαθώ να σου γράψω κάτι πάνω τους, αλλά το ξεπλένει η βροχή.



Μόνος, να προσπαθώ να αντέξω τον άνεμο, που διώχνει πια τη βροχή τη συντρόφισσα. Να μη μπορώ να πάρω μια βαθιά ανάσα, να είναι για μένα σαν προδοσία.

Φτηνές σειρήνες ουρλιάζουν μέσα στην νύχτα μου, «μόλις περάσαμε από το σπίτι μας, το σπίτι μας, τη φωλιά μας», πού να το 'ξερα;

Ήταν ένας πλωτός ποταμός η ζωή μου, που τώρα άρχισε να κακοφορμίζει σαν πληγή. Πάντα έτσι ήταν. Ένα πέλαγος... 

«του βίου το πέλαγος βαδίζων ποντίζομαι»... 

Μ' άφησες μόνο πια στο τέναγος, στις εκβολές του ποταμού. Κοιτάζω το πέλαγος και περιμένω. Πεθύμησα το αγριεμένο κύμα. Βουλιάζω όμως και περιμένω... Βλέπω τα καράβια να περνάνε, με φόντο το ηλιοβασίλεμα.

«ο χρόνος μου συντελείται»... 

Άρχισε να πάλι να βρέχει, η πρώτη σταγόνα με χτυπάει «τρυφερά» στο μέτωπο σαν χαριστική βολή.



Παραπομπές


1. Αντιφάνης – Ποίησης, Απόσπασμα 189

2. Ρωμανός ο Μελωδός, Ε' Εβδομάδα των Νηστειών/ Κοντάκιον κατανυκτικὸν 


55.7.1 Χρῄζω τῆς σῆς βοηθείας,ὥσπερ ὁ Πέτρος ἐν θαλάσσῃ χειμαζόμενος·τοῦ βίου τὸ πέλαγος βαδίζων ποντίζομαι, καὶ προσπίπτω σοι·ἐγγισάτω μοι ἡ χείρ σου καὶ σωσάτω με, κύριε·

3. Ρωμανός ο Μελωδός, Ο χρόνος μου συντελείται


Φωτογραφίες

1.  Abbas Kiarostami, Roads and Rain (Photographs by Iranian film-maker Abbas Kiarostami)

2. Θόδωρος Αγγελόπουλος, Η σκόνη του χρόνου (2008)

Σχόλια