Μιχάλης Κατσαρός ~ Από τη μεριά του ονείρου
Ο δρόμος ήτανε μακριά.
Τραγουδήσαμε.
Εγώ θα γίνω μηχανικός
Ο σιδερόδρομος δε φτάνει στην πατρίδα μου
Έρχομαι από την πάνω πολιτεία με τα πράσινα σπίτια
Τα χαρούμενα πρόσωπα.
Έρχομαι με τ’ ασβέστια στα ρούχα μου
Μυρίζω φρέσκο μάρμαρο
Γίνομαι χτίστης.
Στις καινούργιες στέγες μας ανεμίζουνε χρωματιστά μαντίλια.
Δεν ξέρω πώς φτιάχνονται τα λιμάνια.
Δε λησμονάω τη θάλασσα.
Τα δέντρα κοιμήθηκαν μες στην καρδιά της γης
Το χορτάρι φύτρωσε κάτω από τη βαριά πέτρα
Είμαι έτοιμος όσο ποτέ.
Θα βάλω το χέρι μου πάνω στο ζεστό αύριο
Θα τινάξω τη μνήμη μου στο ποτάμι που έρχεται
Μεγάλα παράθυρα
Φωτεινά σπίτια
Ρούχα χοντρά.
Άκουσε...
Σπρώχνουν την πόρτα τα πλήθη.
Ένα βήμα και πέρασες.
Θυμήσου αυτή τη στιγμή εκείνους που πέσανε
Δεν τους είδες ποτέ
Δεν τους γνώρισες
Δε θα τους μοιάσεις.
Μη λυπηθείς.
Στο πιο μακρινό σπίτι θα μιλάνε για κάποιους που πέρασαν
Θα ρωτάνε για τα βαριά μας τραγούδια
πώς άντεξαν τόσο μεγάλο πόλεμο.
Τα ονόματα θα ’χουνε μπερδευτεί.
Οι μέρες ήσυχες χωρίς καμιά ξεχωριστή ημερομηνία
Θ’ αρχίζουν και θα τελειώνουν μ’ ένα καινούργιο μέταλλο.
Το γέρικο άλογο...
Το παλιό σπίτι...
Πόσο σιτάρι;...
Πόσα λιμάνια;...
Τελειώνουν.
Απ’ τη μεριά τ’ ονείρου δε χαθήκαμε.
Τραγουδήσαμε.
Εγώ θα γίνω μηχανικός
Ο σιδερόδρομος δε φτάνει στην πατρίδα μου
Έρχομαι από την πάνω πολιτεία με τα πράσινα σπίτια
Τα χαρούμενα πρόσωπα.
Έρχομαι με τ’ ασβέστια στα ρούχα μου
Μυρίζω φρέσκο μάρμαρο
Γίνομαι χτίστης.
Στις καινούργιες στέγες μας ανεμίζουνε χρωματιστά μαντίλια.
Δεν ξέρω πώς φτιάχνονται τα λιμάνια.
Δε λησμονάω τη θάλασσα.
Τα δέντρα κοιμήθηκαν μες στην καρδιά της γης
Το χορτάρι φύτρωσε κάτω από τη βαριά πέτρα
Είμαι έτοιμος όσο ποτέ.
Θα βάλω το χέρι μου πάνω στο ζεστό αύριο
Θα τινάξω τη μνήμη μου στο ποτάμι που έρχεται
Μεγάλα παράθυρα
Φωτεινά σπίτια
Ρούχα χοντρά.
Άκουσε...
Σπρώχνουν την πόρτα τα πλήθη.
Ένα βήμα και πέρασες.
Θυμήσου αυτή τη στιγμή εκείνους που πέσανε
Δεν τους είδες ποτέ
Δεν τους γνώρισες
Δε θα τους μοιάσεις.
Μη λυπηθείς.
Στο πιο μακρινό σπίτι θα μιλάνε για κάποιους που πέρασαν
Θα ρωτάνε για τα βαριά μας τραγούδια
πώς άντεξαν τόσο μεγάλο πόλεμο.
Τα ονόματα θα ’χουνε μπερδευτεί.
Οι μέρες ήσυχες χωρίς καμιά ξεχωριστή ημερομηνία
Θ’ αρχίζουν και θα τελειώνουν μ’ ένα καινούργιο μέταλλο.
Το γέρικο άλογο...
Το παλιό σπίτι...
Πόσο σιτάρι;...
Πόσα λιμάνια;...
Τελειώνουν.
Απ’ τη μεριά τ’ ονείρου δε χαθήκαμε.
Μιχάλης Κατσαρός, Μείζονα Ποιητικά, εκδ. Τόπος, 2018
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου