Ocean Vuong ~ Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι

 

Η μνήμη είναι επιλογή. Έτσι είπες κάποτε, με την πλάτη σου γυρισμένη σε μένα, όπως θα ’κανε ένας θεός. Αν όμως ήσουν θεός θα τους έβλεπες. Θα κοιτούσες από ψηλά κάτω σε τούτο τον πευκώνα, με τα νεαρά βλαστάρια να λαμπυρίζουν σε όλες του τις κορφές, να ξεπετιούνται όψιμα εκείνο το φθινόπωρο τρυφερά και νοτισμένα. Θα κοιτούσες πιο πέρα απ’ τα κλαριά, πιο πέρα από το χρυσοκόκκινο θρυμματισμένο φως ανάμεσα στα βάτα, με τις πευκοβελόνες να πέφτουν μία μία, καθώς εσύ θα έριχνες το θεϊκό σου βλέμμα πάνω τους. Θα εντόπιζες τις πευκοβελόνες που ρίχνονται σαν σαΐτες και προσπερνώντας και το χαμηλότερο κλαδί πέφτουν στο δροσερό δάπεδο του δάσους και προσγειώνονται πάνω στα δύο αγόρια που, ξαπλωμένα πλάι πλάι, έχουν αφήσει το αίμα να στεγνώνει στα μάγουλά τους.
[...] Αν ήσουνα θεός θα τους έλεγες να πάψουν να κτυπούν παλαμάκια. Θα τους έλεγες ότι το χρησιμότερο που έχει να κάνει κανείς με τα άδεια του χέρια είναι να κρατηθεί μ’ αυτά. Αλλά θεός δεν είσαι.
Είσαι μια γυναίκα. Μια μάνα, κι ο γιος σου ξαπλώνει κάτω από τα πεύκα, ενώ εσύ κάθεσαι στο τραπέζι της κουζίνας στην άλλη άκρη της πόλης, και περιμένεις πάλι. Έχεις μόλις ξαναζεστάνει, για τρίτη φορά, ένα κατσαρόλι τηγανητά νουντλς με φρέσκο κρεμμυδάκι. Η ανάσα σου θαμπώνει το τζάμι καθώς κοιτάς έξω από το παράθυρο, περιμένοντας να δεις την πορτοκαλί μπλούζα του αγοριού με τη σφραγίδα των Νιου Γιορκ Νικς, να περνάει σαν αστραπή, γιατί γυρνάει τρέχοντας, έχει πολύ αργήσει.
Όμως ο γιος σου είναι ακόμη κάτω απ’ τα δέντρα πλάι στο αγόρι που εσύ ποτέ δεν θα γνωρίσεις. Απέχουν μόνο μερικά μέτρα από την κλειστή πεζογέφυρα, όπου μια πλαστική σακούλα χτυπιέται πάνω στο συρματόπλεγμα που περιτριγυρίζεται από εκατοντάδες μικρά μπουκάλια της μιας γουλιάς. Τα αγόρια έχουν αρχίσει να τρέμουν, τα παλαμάκια τους επιβραδύνονται, σχεδόν δεν ακούγονται. Οι φωνές τους χαμηλώνουν, καθώς ο άνεμος συρρέει τεράστιος από πάνω τους – οι πευκοβελόνες πέφτουν καταγής μ’ έναν κρότο ξερό σαν δείκτες σπασμένων ρολογιών.
Υπάρχουν φορές, αργά τη νύχτα, που ο γιος σου ξυπνά νομίζοντας πως μέσα του έχει σφηνωμένη μια σφαίρα. Τη νιώθει να πλέει στη δεξιά πλευρά τού στήθους του, εκεί, ανάμεσα στα πλευρά. Η σφαίρα ήταν πάντα εδώ, σκέφτεται το αγόρι, γηραιότερη από τον ίδιο – και τα οστά του, οι τένοντες, οι φλέβες τυλίχτηκαν απλώς γύρω από το μεταλλικό θραύσμα, σφραγίζοντάς το μέσα τους. Δεν ήμουν εγώ, σκέφτεται το αγόρι, που ήμουν μέσα στη μήτρα της μάνας μου, αλλά αυτή η σφαίρα, ο σπόρος αυτός ήταν που γύρω του αναπτύχθηκα. Ακόμα και τώρα, καθώς το κρύο τον περιζώνει αργά, την νιώθει να σκουντάει μέσα στο στήθος του, να τσιτώνει ελαφρά το πουλόβερ του. Την ψηλαφίζει αλλά, όπως πάντα, δεν βρίσκει τίποτα. Έχει υποχωρήσει, σκέπτεται. Θέλει να παραμείνει μέσα μου. Δεν είναι τίποτα χωρίς εμένα. Γιατί μια σφαίρα δίχως σώμα γύρω της είναι ένα τραγούδι δίχως αφτιά.
Βλέπε κι εδώ.

Σχόλια