Άλως, η παραμυθία (Του Στέλιου Μουλά)
«Ὁ μέγας ὄλβος οὐ μόνιμος ἐν βροτοῖς·
ἀνὰ δὲ λαῖφος ὥς τις ἀκάτου θοᾶς
τινάξας δαίμων κατέκλυσεν δεινῶν
πόνων ὡς πόντου λάβροις ὀλεθρίοισιν
ἐν κύμασιν».
Το αγαπημένο λιμάνι μικραίνει και χάνεται σιγά σιγά, το καράβι ξεμακραίνει και αφήνει πίσω του μια πύλη.
Εκεί στην πύλη, στην παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης, εκεί που τότε θάβαμε την απουσία και φύτρωνε η αναμονή όταν άρχιζε το αγκομαχητό. Στο «Αχίλλειον» και πιο σπάνια στο «Αιγαίον», χωρίς ήλιο, τις νύχτες. Με τη θάλασσα μαύρο φόντο, ένα σύνθημα γραμμένο σε απαγορευτικό σήμα της τροχαίας, «ΖΩΗ ΟΧΙ ΕΠΙΒΙΩΣΗ»... Το πιστεύαμε όμως, ήμασταν στην αρχή. Καθόμασταν συνήθως στα τραπέζια έξω και δίπλα μας γέροι που διάβαζαν εκείνες τις παλιές τεράστιες εφημερίδες, κρατώντας τες με ένα εξάρτημα, ένα καλάμι ψηλό με δύο κάθετα μικρότερα που τους βοηθούσαν να γυρίζουν τις σελίδες. Έμοιαζαν οι ανοιχτές εφημερίδες σαν πανιά καραβιού που τελείωνε το ταξίδι του... ή σαν ανοιγμένα εφήμερα πανιά που τα στεγνώνει ο ήλιος μετά από τη νεροποντή.
Εκτός από τον φάρο εκεί στο βάθος αριστερά, άναβε καμιά φορά και το φεγγάρι ολόγιομο, πανσέληνος, πριν πάρει άλλο νόημα στη ζωή μου, πριν να γίνει η μαΐστρα του αρχίγραμμα σε αγαπημένο όνομα… με θάμπωνε και με καλούσε σε κρυφά και ανεξήγητα ταξίδια. Η άλως του έμοιαζε με σύνορα, η μακρινή επικράτεια της Σελήνης. Η θάλασσα, ένα σκοτεινό φόντο που πάνω της αντικατοπτριζόταν μόνο τα φώτα της πόλης, μια κυματομορφή μιας παράξενης μουσικής, με ένταση και διάρκεια.
Σαν τα νυχτοπούλια πετάω στα σκοτάδια πάνω απ' τη θάλασσα και έρχεται εκείνο το τραγούδι, ηχώ από τη παιδική μου ηλικία…
«Για πάρε με, για πάρε με, στην αγκαλιά σου βάλε με».
Αυτός ο ήχος, αυτός ο αντίλαλος, eco νομίζω τον λένε, με συνταράζει ακόμη. Είναι αυτό που ακούει κάποιος μοναχικός έξω από το πανηγύρι ή μπορεί να είναι και υπόκρουση σε μυστική ερωτική συνάντηση - υπάρχουν πολλές τέτοιες στα πανηγύρια - μακριά από τον κόσμο που γλεντάει.
Έξω από το φως, πίσω απ' τα πυκνά δέντρα. Μέσα στη νύχτα...
«Ένα μήλο κι άλλο μήλο, βράδιασε και πού θα μείνω,
βράδιασε και πού θα μείνω, ωχ αγάπη, τι θα γίνω».
Υπόκρουση στη μοναξιά της επαρχίας, με το ηπειρώτικο κλαρίνο, μαχαιριά σε καρδιές που την καταλαβαίνουν και την αναγνωρίζουν. Νύχτα· αν κλείσω τα μάτια μου, έρχονται εικόνες, γεννιούνται εικόνες μ' αυτή τη μουσική υπόκρουση…
Φτηνή μουσική και στίχος, αλλά ας βάλουμε στην άκρη την αισθητική και ας αφήσουμε μόνο την καρδιά… να την ντύσει με εικόνες. Τέτοιες νύχτες σε σπρώχνουν στην αυτοκτονία με «άσμα ηρωικό και πένθιμο»…
Όταν αργότερα ξημέρωσε, η θάλασσα έγινε καθρέφτης που κρύβει μέσα του εικονομνήμες. Θραύσματα από ξεσκισμένες «φωτογραφίες», εικόνες θρυμματισμένες πια, που κατέγραψε για αιώνες και κάθε φορά που την πλησιάζω προσπαθώ απελπισμένα να τις συναρμολογήσω. Το 'χω ξαναπεί αυτό και θα συνεχίζω να το προσπαθώ…
Είμαι ταλαντευόμενη βάρκα, που κάποιος θεός τη γέµισε µε δυστυχία και την άφησε να κλυδωνίζεται στα μανιασμένα κύματα της αφρισμένης θάλασσας… Με εξορίζει ακόμη η άλως της σελήνης, προσπαθώ να επιστρέψω στο λιμάνι της πόλης μου, που κάθε γωνιά της φανερώνει φαντάσματα. Τριγυρνώ πια μόνος στους άδειους δρόμους της και έχω την αυταπάτη ότι θα είναι παραμυθία. Σμίγω τη μοναξιά μου με την ερημιά της.
«Μή μου ἅπτου»· άβατο έκανα τη ζωή μου, κλεισμένο πια βαθιά μέσα μου, το πικρό ερωτηματικό υπάρχει. Αναπάντητο... Τα έβλεπα αυτά τα πέτρινα χέρια κάθε μέρα, τα είχα κάνει σχεδία της τέχνης μέσα στη θάλασσα σαν να περίμενα από τότε, σε καιρούς ανυποψίαστους, το ναυάγιο…
Ανέγγιχτη, αβοήθητη σχεδία.
Να ξεχάσω πια τα μάταια θαλασσινά ταξίδια.
Κάτι έσπασε μέσα μου απόψε.
Να δώσω μια και να πετάξω, να βρεθώ εκεί, πίσω στις ασπρόμαυρες γειτονιές των παιδικών μου χρόνων, να γίνω ένα μ' αυτές. Χαρταετός, φτιαγμένος από παλιές ασπρόμαυρες εφημερίδες, σε παράξενη νυχτερινή πτήση, μαγεμένος από την άλω του φεγγαριού, θα σπάσει κάποτε η κλωστή που με κρατάει, θα ανοίξουν τα σύνορα.
Σβήνει σιγά σιγά και η μουσική του πανηγυριού.
Γιατί τα χρωματιστά μολύβια στην παιδική μου ηλικία ήταν τόσο λίγα και τόσα πολλά τα όνειρά μας τα πολύχρωμα, και τις παιδικές μου ζωγραφιές, που δεν ήταν και πολλές, τις σκορπίζω να τις πάρει ο αγέρας, να τις μουσκέψει η βροχή.
Παραπομπές
Να ξεχάσω πια τα μάταια θαλασσινά ταξίδια.
Κάτι έσπασε μέσα μου απόψε.
Να δώσω μια και να πετάξω, να βρεθώ εκεί, πίσω στις ασπρόμαυρες γειτονιές των παιδικών μου χρόνων, να γίνω ένα μ' αυτές. Χαρταετός, φτιαγμένος από παλιές ασπρόμαυρες εφημερίδες, σε παράξενη νυχτερινή πτήση, μαγεμένος από την άλω του φεγγαριού, θα σπάσει κάποτε η κλωστή που με κρατάει, θα ανοίξουν τα σύνορα.
Σβήνει σιγά σιγά και η μουσική του πανηγυριού.
Γιατί τα χρωματιστά μολύβια στην παιδική μου ηλικία ήταν τόσο λίγα και τόσα πολλά τα όνειρά μας τα πολύχρωμα, και τις παιδικές μου ζωγραφιές, που δεν ήταν και πολλές, τις σκορπίζω να τις πάρει ο αγέρας, να τις μουσκέψει η βροχή.
Παραπομπές
* Άλως = η εικόνα του φεγγαριού με φωτεινό στέμμα
1. Ευριπίδη, Ορέστης / Πρώτο στάσιμο (340-344)
2. α. Για πάρε με και στην αγκαλιά σου βάλε με (δημοτικό)
β. Κοντούλα βλάχα (Θεσσαλία)
2. α. Για πάρε με και στην αγκαλιά σου βάλε με (δημοτικό)
β. Κοντούλα βλάχα (Θεσσαλία)
3. Αναφορά στο "Άσμα ηρωικό και πένθιμο" του Οδυσσέα Ελύτη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου