Μανόλης Γ. Σέργης - Αστική λαογραφία
Στο βιβλίο γίνονται αναφορές στο ιστορικό παρελθόν της Αθήνας, ενώ η εποχή 1880-1896 παρουσιάζεται μέσα από έναν συνεχή διάλογο μεταξύ θεωρίας και δεδομένων που αντλούνται από το έργο του λογοτέχνη. Οι δρόμοι, οι πλατείες, η συνοικία του Ψυρρή, η Νεάπολη, η πλατεία Ομονοίας, το Κολωνάκι, το Σύνταγμα, η Ερμού, όπου σμίγουν παράδοση και νεωτερικότητα (η βυζαντινή Καπνικαρέα και ο εμπορικός δρόμος), η Αιόλου, οι ταβέρνες, το καφενείο στη Δεξαμενή, το καφέ Αμάν, η Πλάκα, αλλά και τα αντικείμενα στους ιδιωτικούς χώρους γίνονται «κείμενα της μνήμης» και «κείμενα της νυν πόλης» για τον Μητσάκη και έχουν αποτυπωμένες πάνω τους τις βίαιες αλλαγές που επιφέρουν τα νέα ήθη, σχολιάζει ο μελετητής του.
Τα ανθρώπινα πάθη, η ζωή της ημέρας και η ζωή της νύχτας, τα νεοελληνικά ήθη στο «γένος των πιθήκων» που επιλέγουν να διαμορφώσουν νέα ταυτότητα βασισμένη σε αναφομοίωτα ξενικά πολιτισμικά δάνεια, η ενδυμασία, η επιδεικτική κατανάλωση περιγράφονται από τον Μητσάκη, τονίζει ο Σέργης, παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό μέρος από το έργο του: «τελεία γυνή και κόρη θεωρείται (…) είδος τι ποικιλοχρόου, κροσσοφόρου, συνεσφιγμένου, γαντωμένου, δαντελλοκοσμήτου, τουρνουροστολίστου πτηνού, ψιττακίζοντος ολίγα γαλλικά, περιερχομένου τας οδούς και τας πλατείας, γνωρίζοντος να πλαταγίζει τους δακτύλους του συνθηματικώς και απαισίως επάνω εις τα κόκκαλα του πιάνου, ως ιδανικός ζωής έχοντος να συχνάζη εις τα θεάματα και να καταβαίνη εις το Φάληρον, ως μόνην σκέψιν να βλέπη και να βλέπεται, έχοντος τόσον μυαλόν όσον ένα πετεινάρι, τόσας γνώσεις όσας μία γαλιάνδρα, τόσον πνεύμα όσον μία σιταρήθρα».
Η μίμηση των συνηθειών των πλουσίων αποκτά κυρίαρχη σημασία για τους δευτεροταξίτες και το πιάνο των νεαρών αστών δεσποινίδων παλεύει με τα δημοτικά και τα λαϊκά του καφενείου, ενώ ήχοι βάναυσοι διαταράσσουν τις άλλοτε ήσυχες γειτονιές.
«Από την ανθρωπογεωγραφία του Μητσάκη δεν λείπουν τα παιδιά των δρόμων» γράφει ο Σέργης: αλαλάζοντες αγυιόπαιδες, μπακαλόπαιδες, χαμίνια που η άρχουσα τάξη θέλει να περιορίσει, άνθρωποι του περιθωρίου και οι άλλοτε ολιγαρκείς άνθρωποι της υπαίθρου που γίνονται βουλιμικοί για χρήματα. Στο έργο του εμφανίζονται υπηρέτριες, κοπέλες που από τα 12 αφήνουν τον γενέθλιο τόπο για να δουλέψουν ως υπηρέτριες (δούλες), κουτσαβάκηδες, ομοφυλόφιλοι, πόρνες, ξένοι, ψυχικά ασθενείς που πραγματεύονται με σκληρούς όρους τη συνύπαρξη με τη «σώφρονα» κοινωνία και τους κανόνες της, πλανόδιοι μουσικοί, γύφτοι με τις αρκούδες…
Στην Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα τα πάντα γίνονται θέαμα – ακόμη και ο θάνατος – και οι άνθρωποί της γίνονται θεατές που διασκεδάζουν με τη δυστυχία και τον βασανισμό ανθρώπων και ζώων. Ο ευαίσθητος λογοτέχνης θλίβεται με τη σκληρότητα των ανθρώπων απέναντι στα ζώα και ο μελετητής του διακρίνει ότι αποδίδει σ’ αυτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά και μια ενορατική δύναμη που τους επιτρέπει να επικοινωνούν με το υπερφυσικό.
Ο συγγραφέας σε κάθε κεφάλαιο συγκρίνει τα ήθη της σημερινής Αθήνας με εκείνα της Αθήνας του Μητσάκη, ενώ παραθέτει και τη λαογραφία της υπαίθρου που αναδύεται από τις ταξιδιωτικές εμπειρίες του λογοτέχνη.
Ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο σπουδαίος λογοτέχνης, ο θλιμμένος μοναχικός περιπατητής της πόλης που εναγωνίως αναζητεί αγάπη και κατανόηση, γίνεται το έναυσμα για τη μελέτη του Μανόλη Σέργη, που διαβάζει πίσω από τις λέξεις και ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου προκειμένου να ερμηνεύσει νοήματα και σημασίες και να αναδείξει τα φανερά και τα λανθάνοντα μηνύματα του λογοτέχνη. Στην εξαιρετική αυτή μελέτη συμβάλλει και το ιδιαίτερο ύφος του συγγραφέα, στο οποίο διαφαίνεται η συνύπαρξη του ευαίσθητου αναγνώστη της λογοτεχνίας με τον αυστηρό μελετητή της αστικής λαογραφίας.
Πηγή κειμένου / Άννα Λυδάκη.
Τα ανθρώπινα πάθη, η ζωή της ημέρας και η ζωή της νύχτας, τα νεοελληνικά ήθη στο «γένος των πιθήκων» που επιλέγουν να διαμορφώσουν νέα ταυτότητα βασισμένη σε αναφομοίωτα ξενικά πολιτισμικά δάνεια, η ενδυμασία, η επιδεικτική κατανάλωση περιγράφονται από τον Μητσάκη, τονίζει ο Σέργης, παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό μέρος από το έργο του: «τελεία γυνή και κόρη θεωρείται (…) είδος τι ποικιλοχρόου, κροσσοφόρου, συνεσφιγμένου, γαντωμένου, δαντελλοκοσμήτου, τουρνουροστολίστου πτηνού, ψιττακίζοντος ολίγα γαλλικά, περιερχομένου τας οδούς και τας πλατείας, γνωρίζοντος να πλαταγίζει τους δακτύλους του συνθηματικώς και απαισίως επάνω εις τα κόκκαλα του πιάνου, ως ιδανικός ζωής έχοντος να συχνάζη εις τα θεάματα και να καταβαίνη εις το Φάληρον, ως μόνην σκέψιν να βλέπη και να βλέπεται, έχοντος τόσον μυαλόν όσον ένα πετεινάρι, τόσας γνώσεις όσας μία γαλιάνδρα, τόσον πνεύμα όσον μία σιταρήθρα».
Η μίμηση των συνηθειών των πλουσίων αποκτά κυρίαρχη σημασία για τους δευτεροταξίτες και το πιάνο των νεαρών αστών δεσποινίδων παλεύει με τα δημοτικά και τα λαϊκά του καφενείου, ενώ ήχοι βάναυσοι διαταράσσουν τις άλλοτε ήσυχες γειτονιές.
«Από την ανθρωπογεωγραφία του Μητσάκη δεν λείπουν τα παιδιά των δρόμων» γράφει ο Σέργης: αλαλάζοντες αγυιόπαιδες, μπακαλόπαιδες, χαμίνια που η άρχουσα τάξη θέλει να περιορίσει, άνθρωποι του περιθωρίου και οι άλλοτε ολιγαρκείς άνθρωποι της υπαίθρου που γίνονται βουλιμικοί για χρήματα. Στο έργο του εμφανίζονται υπηρέτριες, κοπέλες που από τα 12 αφήνουν τον γενέθλιο τόπο για να δουλέψουν ως υπηρέτριες (δούλες), κουτσαβάκηδες, ομοφυλόφιλοι, πόρνες, ξένοι, ψυχικά ασθενείς που πραγματεύονται με σκληρούς όρους τη συνύπαρξη με τη «σώφρονα» κοινωνία και τους κανόνες της, πλανόδιοι μουσικοί, γύφτοι με τις αρκούδες…
Στην Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα τα πάντα γίνονται θέαμα – ακόμη και ο θάνατος – και οι άνθρωποί της γίνονται θεατές που διασκεδάζουν με τη δυστυχία και τον βασανισμό ανθρώπων και ζώων. Ο ευαίσθητος λογοτέχνης θλίβεται με τη σκληρότητα των ανθρώπων απέναντι στα ζώα και ο μελετητής του διακρίνει ότι αποδίδει σ’ αυτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά και μια ενορατική δύναμη που τους επιτρέπει να επικοινωνούν με το υπερφυσικό.
Ο συγγραφέας σε κάθε κεφάλαιο συγκρίνει τα ήθη της σημερινής Αθήνας με εκείνα της Αθήνας του Μητσάκη, ενώ παραθέτει και τη λαογραφία της υπαίθρου που αναδύεται από τις ταξιδιωτικές εμπειρίες του λογοτέχνη.
Ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο σπουδαίος λογοτέχνης, ο θλιμμένος μοναχικός περιπατητής της πόλης που εναγωνίως αναζητεί αγάπη και κατανόηση, γίνεται το έναυσμα για τη μελέτη του Μανόλη Σέργη, που διαβάζει πίσω από τις λέξεις και ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου προκειμένου να ερμηνεύσει νοήματα και σημασίες και να αναδείξει τα φανερά και τα λανθάνοντα μηνύματα του λογοτέχνη. Στην εξαιρετική αυτή μελέτη συμβάλλει και το ιδιαίτερο ύφος του συγγραφέα, στο οποίο διαφαίνεται η συνύπαρξη του ευαίσθητου αναγνώστη της λογοτεχνίας με τον αυστηρό μελετητή της αστικής λαογραφίας.
Πηγή κειμένου / Άννα Λυδάκη.
Μανόλης Σέργης, Αστική λαογραφία / Αναπαραστάσεις της Αθήνας (1880-1896) στο συγγραφικό έργο του Μιχαήλ Μητσάκη: Χώρος, κοινωνία, πολιτισμοί, ταυτότητες, εκδ. Ηρόδοτος, 2016
Για τον Μιχαήλ Μητσάκη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου