Jenny Erpenbeck - Σκύβαλα

Τις νύχτες η μαγείρισσα δεν είν' εδώ, τότε ξεραίνονται τα μυρωδικά που έχει βάλει σε μικρά γυάλινα βάζα στο παράθυρο της κουζίνας, τότε το ψωμί που έχουμε αφήσει περισσευούμενο μαλακώνει από τη μούχλα, τότε χάνουνε τα τσαγερά τα καπάκια τους και τα πιάτα σπάνε, τότε η ζάχαρη στο βάζο κιτρινίζει, και το αλάτι υγραίνεται, σαν πέτρα θα μπορούσα να το πετάξω πάνω σε κάποιον, αν υπήρχε κάποιος εδώ. Τις νύχτες γανιάζουνε τα μαχαίρια, και τα συρτάρια φουσκώνουνε, έτσι που δεν μπορείς να τα κουνήσεις πια, τα κουνάβια στη σοφίτα κυνηγιούνται και δαγκώνονται και μου κατουράνε το ταβάνι του δωματίου μου πάνω απ' το κεφάλι μου, οι κουρτίνες μαγκώνονται και σκίζονται, και τα κουφώματα στα παράθυρα φαρδαίνουνε και αφήνουνε το τζάμι να φύγει, και το τζάμι πετάει, πέφτει και γίνεται κομμάτια, η μαγείρισσα δεν είν' εδώ. Τις νύχτες ο κηπουρός δεν είν' εδώ, τώρα είναι στο σπίτι του, στέκεται μπροστά σ' έναν μισοθαμπωμένο καθρέφτη και κόβεται γύρω-γύρω, ξεριζώνει τα μαλλιά του, σκάβει μ' ένα καλέμι το κρέας από τα μάγουλά του, και δαγκώνεται στα ίδια του τα χέρια, κανένας πια εδώ που θα μπορούσε να προτάξει το μέτωπό του στο δάσος, να κόψει τον χρόνο σε καθαρά κομμάτια, τις νύχτες ακούω το χορτάρι να μεγαλώνει, ακούω το χορτάρι να ελίσσεται σαν φίδι, ν' ανεβαίνει από κάτω και να σβήνει τους δρόμους.
Η μαγείρισσα δεν είν' εδώ, ο κηπουρός δεν είν' εδώ, κι εγώ, εγώ, εγώ, περιμένω τη γιαγιά μου.

Jenny ErpenbeckΣκύβαλα, μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Ίνδικτος, 2006

Σχόλια