Jonathan Haidt - Η Γενιά του άγχους
Η Γενιά Ζ είναι η πρώτη γενιά της ιστορίας που μεγαλώνει σ’ ένα σύμπαν εικονικό, πρωτόγνωρο, εθιστικό, ασταθές και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εντελώς ακατάλληλο για παιδιά και εφήβους. Η κοινωνική καταξίωση σ’ αυτό το σύμπαν απαιτεί από τα παιδιά συνειδητή και διαρκή προσπάθεια να διαχειριστούν τη διαδικτυακή περσόνα τους. Μόνο έτσι θα κερδίσουν την αποδοχή των συνομηλίκων τους –το οξυγόνο της εφηβείας– και θα αποφύγουν τη διαδικτυακή ταπείνωση – ο εφιάλτης κάθε εφήβου. Οι έφηβοι της Γενιάς Ζ περνούν καθημερινά ώρες ολόκληρες σκρολάροντας και χαζεύοντας χαρωπές και αστραφτερές αναρτήσεις φίλων, γνωστών και άγνωστων influencers. Βλέπουν όλο και περισσότερα βίντεο που δημιουργούν άλλοι χρήστες και ψυχαγωγούνται με τη συνεχή ροή περιεχομένου. Περνούν πολύ λιγότερο χρόνο παίζοντας, μιλώντας, αγγίζοντας, βλέποντας διά ζώσης φίλους, ακόμα και την οικογένειά τους, με αποτέλεσμα να μειώνουν όλο και περισσότερο τη συμμετοχή τους στις ενσώματες κοινωνικές σχέσεις που είναι απαραίτητες για την ψυχοπνευματική εξέλιξή τους. Η Γενιά Ζ είναι το πειραματόζωο μιας πρόσφατης εξέλιξης που μας απομακρύνει εντελώς από τις αλληλεπιδράσεις του πραγματικού κόσμου των μικρών κοινοτήτων στις οποίες ανέκαθεν ζούσαν και δημιουργούσαν οι άνθρωποι. Ονομάζω το φαινόμενο αυτό «Μεγάλη Απορρύθμιση». Ενώπιόν μας έχουμε την πρώτη γενιά της ανθρώπινης ιστορίας που θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεγαλώνει σε άλλον πλανήτη.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΙΣ αλλαγές στη χρήση της τεχνολογίας που διαμορφώνουν τη ζωή και τη σκέψη των παιδιών. Υπάρχει και ένα δεύτερο ζήτημα, η καλοπροαίρετη αλλά με καταστροφικές συνέπειες μετάβαση στην υπερπροστασία των παιδιών και στον περιορισμό της αυτονομίας τους στον πραγματικό κόσμο. Όπως όλα τα θηλαστικά, έτσι και τα παιδιά χρειάζονται ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι. Οι μικρές προκλήσεις και τα εμπόδια με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα στη διάρκεια του παιχνιδιού λειτουργούν σαν εμβόλιο που τα προστατεύει, αφού τα προετοιμάζει ν’ αντιμετωπίσουν τις πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις που θα βρουν μπροστά τους στο μέλλον.
[...] Στο παρόν βιβλίο υποστηρίζω ότι αυτά τα δύο φαινόμενα –η υπερπροστασία στον πραγματικό κόσμο και η ελλιπής προστασία στον εικονικό– είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 1995 χαρακτηρίστηκαν «γενιά του άγχους».
[...] Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου προτείνω τρόπους για να διορθώσουμε τα δύο μεγάλα λάθη που έχουμε κάνει: αφενός την υπερπροστασία των παιδιών μας στον πραγματικό κόσμο (στον οποίο καλούνται να ζήσουν και να μάθουν μέσα από την εμπειρία), αφετέρου την πλημμελή προστασία τους στο διαδίκτυο (όταν στη διάρκεια της εφηβείας τους το χρειάζονται αυτό περισσότερο από ποτέ). Οι προτάσεις μου βασίζονται στις έρευνες που παρουσιάζονται στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο μέρος. Δεδομένου ότι τα στοιχεία συχνά επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες αναλόγως τον ερευνητή, σαφώς και αναγνωρίζω το ενδεχόμενο να έχω ερμηνεύσει με εσφαλμένο τρόπο κάποιο εύρημα ή στοιχείο της έρευνας – και τυχόν αναθεωρήσεις επ’ αυτού περιλαμβάνονται στο διαδικτυακό παράρτημα του βιβλίου. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να σημειώσω τέσσερις υποδείξεις, τις οποίες θα τολμούσα να χαρακτηρίσω θεμελιώδεις για μια υγιή παιδική ηλικία στην ψηφιακή εποχή:
1. Όχι smartphones πριν το λύκειο. Μέχρι να γίνουν τα παιδιά τους 14 ετών, οι γονείς θα πρέπει να τα αφήνουν να χρησιμοποιούν μόνο κινητά τηλέφωνα παλιάς τεχνολογίας (με εφαρμογές περιορισμένων δυνατοτήτων και χωρίς διαδίκτυο). Η επί 24ώρου βάσεως σύνδεση στον εικονικό κόσμο του διαδικτύου χρειάζεται να αναβληθεί μέχρι το χρονικό αυτό ορόσημο.
2. Όχι μέσα κοινωνικής δικτύωσης πριν γίνουν 16 ετών. Αφήστε τα παιδιά να περάσουν ομαλά την πιο ευάλωτη περίοδο ανάπτυξης του εγκεφάλου τους πριν πέσουν στα δίχτυα των τοξικών κοινωνικών συγκρίσεων και των αλγοριθμικά επιλεγμένων influencers.
3. Σχολεία χωρίς κινητό. Σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, από το δημοτικό μέχρι και το λύκειο, οι μαθητές πρέπει ν’ αφήνουν τα κινητά, τα smartwatches και κάθε άλλη ηλεκτρονική συσκευή με την οποία μπορούν ν’ ανταλλάσσουν μηνύματα, σε ειδικά ντουλαπάκια ή άλλα, ασφαλή σημεία για όλη τη διάρκεια του σχολικού ωραρίου. Είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αφιερώσουν την προσοχή τους ο ένας στον άλλον και όλοι στους δασκάλους ή τους καθηγητές τους.
4. Περισσότερο παιχνίδι χωρίς επιτήρηση και με ανεξαρτησία. Είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αναπτύξουν τα παιδιά κοινωνικές δεξιότητες, να ξεπεράσουν το άγχος και να γίνουν αυτάρκεις νεαροί ενήλικες.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΙΣ αλλαγές στη χρήση της τεχνολογίας που διαμορφώνουν τη ζωή και τη σκέψη των παιδιών. Υπάρχει και ένα δεύτερο ζήτημα, η καλοπροαίρετη αλλά με καταστροφικές συνέπειες μετάβαση στην υπερπροστασία των παιδιών και στον περιορισμό της αυτονομίας τους στον πραγματικό κόσμο. Όπως όλα τα θηλαστικά, έτσι και τα παιδιά χρειάζονται ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι. Οι μικρές προκλήσεις και τα εμπόδια με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα στη διάρκεια του παιχνιδιού λειτουργούν σαν εμβόλιο που τα προστατεύει, αφού τα προετοιμάζει ν’ αντιμετωπίσουν τις πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις που θα βρουν μπροστά τους στο μέλλον.
[...] Στο παρόν βιβλίο υποστηρίζω ότι αυτά τα δύο φαινόμενα –η υπερπροστασία στον πραγματικό κόσμο και η ελλιπής προστασία στον εικονικό– είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 1995 χαρακτηρίστηκαν «γενιά του άγχους».
[...] Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου προτείνω τρόπους για να διορθώσουμε τα δύο μεγάλα λάθη που έχουμε κάνει: αφενός την υπερπροστασία των παιδιών μας στον πραγματικό κόσμο (στον οποίο καλούνται να ζήσουν και να μάθουν μέσα από την εμπειρία), αφετέρου την πλημμελή προστασία τους στο διαδίκτυο (όταν στη διάρκεια της εφηβείας τους το χρειάζονται αυτό περισσότερο από ποτέ). Οι προτάσεις μου βασίζονται στις έρευνες που παρουσιάζονται στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο μέρος. Δεδομένου ότι τα στοιχεία συχνά επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες αναλόγως τον ερευνητή, σαφώς και αναγνωρίζω το ενδεχόμενο να έχω ερμηνεύσει με εσφαλμένο τρόπο κάποιο εύρημα ή στοιχείο της έρευνας – και τυχόν αναθεωρήσεις επ’ αυτού περιλαμβάνονται στο διαδικτυακό παράρτημα του βιβλίου. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να σημειώσω τέσσερις υποδείξεις, τις οποίες θα τολμούσα να χαρακτηρίσω θεμελιώδεις για μια υγιή παιδική ηλικία στην ψηφιακή εποχή:
1. Όχι smartphones πριν το λύκειο. Μέχρι να γίνουν τα παιδιά τους 14 ετών, οι γονείς θα πρέπει να τα αφήνουν να χρησιμοποιούν μόνο κινητά τηλέφωνα παλιάς τεχνολογίας (με εφαρμογές περιορισμένων δυνατοτήτων και χωρίς διαδίκτυο). Η επί 24ώρου βάσεως σύνδεση στον εικονικό κόσμο του διαδικτύου χρειάζεται να αναβληθεί μέχρι το χρονικό αυτό ορόσημο.
2. Όχι μέσα κοινωνικής δικτύωσης πριν γίνουν 16 ετών. Αφήστε τα παιδιά να περάσουν ομαλά την πιο ευάλωτη περίοδο ανάπτυξης του εγκεφάλου τους πριν πέσουν στα δίχτυα των τοξικών κοινωνικών συγκρίσεων και των αλγοριθμικά επιλεγμένων influencers.
3. Σχολεία χωρίς κινητό. Σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, από το δημοτικό μέχρι και το λύκειο, οι μαθητές πρέπει ν’ αφήνουν τα κινητά, τα smartwatches και κάθε άλλη ηλεκτρονική συσκευή με την οποία μπορούν ν’ ανταλλάσσουν μηνύματα, σε ειδικά ντουλαπάκια ή άλλα, ασφαλή σημεία για όλη τη διάρκεια του σχολικού ωραρίου. Είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αφιερώσουν την προσοχή τους ο ένας στον άλλον και όλοι στους δασκάλους ή τους καθηγητές τους.
4. Περισσότερο παιχνίδι χωρίς επιτήρηση και με ανεξαρτησία. Είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αναπτύξουν τα παιδιά κοινωνικές δεξιότητες, να ξεπεράσουν το άγχος και να γίνουν αυτάρκεις νεαροί ενήλικες.
Jonathan Haidt, Η γενιά του άγχους / The Anxious Generation, μτφρ. Εύη Γεροκώστα, εκδ. Παπασωτηρίου, 2024
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου