Φωτεινή Στεφανίδη - Παπούτσια με λουράκι
«Κόψ' τα αυτά, να φαίνεται το σπίτι κατοικημένο. Θα σας φάνε τα φίδια». Έτσι αυστηρά μίλησε στη μάνα μας ο χωροφύλακας που περνούσε τακτικά ν’ ανανεώσει εγγράφως την υποχρέωση του πατέρα να παρουσιάζεται στην Ασφάλεια κάθε βδομάδα· κι έδειξε το πεζοδρόμιο του σπιτιού μας, το γεμάτο παπαρούνες, μαργαρίτες κι αγριομολόχες. Προσβεβλημένη ανέβηκε το ανηφορικό μονοπάτι για το σπίτι η μάνα. Σαν να μου φάνηκε και δακρυσμένη. Σαν.
Το σπίτι μας χωρίς μάντρα τελειωμένη μπροστά, χωρίς αυλόπορτα. Ο κήπος ξεκινούσε από τ’ αγριολούλουδα του πεζοδρομίου κι όσο ανέβαινες και πλησίαζες στο σπίτι ήταν γεμάτος ήμερα λουλούδια, ευωδιαστά και μη, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Μας αγκάλιαζαν μπόλικα κλήματα και είχαμε κι αρκετά δεντράκια οπωροφόρα, που όλο κάτι έβρισκες να φας. Και της άρεσαν τ’ αγριολούλουδα της μάνας, τα καλλιεργούσε κιόλας, ακόμη τα καλλιεργεί.
Άλλη μια μέρα, η τελευταία, για το σχολείο. Έτσι όπως τέλειωνε η άνοιξη κι έμπαινε το καλοκαίρι, είχαν εμφανιστεί στο πεζοδρόμιο τα κεντητά άνθη του καρότου, τα μοβ γαϊδουράγκαθα, τα στάχυα της αγριοβρόμης, οι μπάλες του αγριόπρασου, οι τσουκνίδες και άλλα και άλλα. Γυρίζαμε μαζί με τον αδερφό μου ξαλαφρωμένοι, κι ας ήταν οι σάκες μας γεμάτες και βαριές με τα καμώματα όλης μας της χρονιάς. Κοιτάζω τα παπούτσια μου. Επιτέλους με πήγαιναν στο καλοκαίρι. Φτάσαμε. Και το λουλούδι του αγριοκαρότου, από κείνη ακριβώς τη στιγμή και για πάντα, σημαίνει καλοκαίρι και φτου ξελευτερία.
Ο χωροφύλακας μόλις είχε αφήσει το χαρτί για τον πατέρα πάνω σ’ ένα πεζουλάκι που χρησίμευε για γραμματοκιβώτιο και κοίταζε ως συνήθως το πεζοδρόμιο με αηδία. Βλέπει κι εμάς. Απομακρύνεται. Η μάνα στην κορφή του οικοπέδου γελαστή. Και λίγο πικραμένη. Πιο πολύ γελαστή. Ανεβαίνουμε. Τρέχει κάτω βολίδα να βεβαιωθεί ότι ο άλλος είχε φύγει. Ανεβαίνει ξανά στα γρήγορα κρατώντας το χαρτί. Το παρατάει πάνω στο ψυγείο και «Διακοπέεες!» φωνάζει. Αρπάζει τις σάκες μας, ανοίγει το πατάρι και τις πετάει μέσα με δύναμη. Μας ξεντύνει και τους δυο. Εντελώς. Παίρνει το λάστιχο, κι όπως ήταν ζεστό το νερό από τον ήλιο, μας ρίχνει, μας ρίχνει μέχρι που το νερό κρύωσε, και κρύωσε κι άλλο και καθόλου δεν μας ένοιαζε. Μας σκουπίζει, μας ντύνει με τα ωραία ρουχαλάκια που έραβε και κεντούσε μόνη της. Και μετά, με κινηματογραφική άνεση, κατέβηκε στο πεζοδρόμιο και πότισε τ’ αγριολούλουδα.
Το σπίτι μας χωρίς μάντρα τελειωμένη μπροστά, χωρίς αυλόπορτα. Ο κήπος ξεκινούσε από τ’ αγριολούλουδα του πεζοδρομίου κι όσο ανέβαινες και πλησίαζες στο σπίτι ήταν γεμάτος ήμερα λουλούδια, ευωδιαστά και μη, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Μας αγκάλιαζαν μπόλικα κλήματα και είχαμε κι αρκετά δεντράκια οπωροφόρα, που όλο κάτι έβρισκες να φας. Και της άρεσαν τ’ αγριολούλουδα της μάνας, τα καλλιεργούσε κιόλας, ακόμη τα καλλιεργεί.
Άλλη μια μέρα, η τελευταία, για το σχολείο. Έτσι όπως τέλειωνε η άνοιξη κι έμπαινε το καλοκαίρι, είχαν εμφανιστεί στο πεζοδρόμιο τα κεντητά άνθη του καρότου, τα μοβ γαϊδουράγκαθα, τα στάχυα της αγριοβρόμης, οι μπάλες του αγριόπρασου, οι τσουκνίδες και άλλα και άλλα. Γυρίζαμε μαζί με τον αδερφό μου ξαλαφρωμένοι, κι ας ήταν οι σάκες μας γεμάτες και βαριές με τα καμώματα όλης μας της χρονιάς. Κοιτάζω τα παπούτσια μου. Επιτέλους με πήγαιναν στο καλοκαίρι. Φτάσαμε. Και το λουλούδι του αγριοκαρότου, από κείνη ακριβώς τη στιγμή και για πάντα, σημαίνει καλοκαίρι και φτου ξελευτερία.
Ο χωροφύλακας μόλις είχε αφήσει το χαρτί για τον πατέρα πάνω σ’ ένα πεζουλάκι που χρησίμευε για γραμματοκιβώτιο και κοίταζε ως συνήθως το πεζοδρόμιο με αηδία. Βλέπει κι εμάς. Απομακρύνεται. Η μάνα στην κορφή του οικοπέδου γελαστή. Και λίγο πικραμένη. Πιο πολύ γελαστή. Ανεβαίνουμε. Τρέχει κάτω βολίδα να βεβαιωθεί ότι ο άλλος είχε φύγει. Ανεβαίνει ξανά στα γρήγορα κρατώντας το χαρτί. Το παρατάει πάνω στο ψυγείο και «Διακοπέεες!» φωνάζει. Αρπάζει τις σάκες μας, ανοίγει το πατάρι και τις πετάει μέσα με δύναμη. Μας ξεντύνει και τους δυο. Εντελώς. Παίρνει το λάστιχο, κι όπως ήταν ζεστό το νερό από τον ήλιο, μας ρίχνει, μας ρίχνει μέχρι που το νερό κρύωσε, και κρύωσε κι άλλο και καθόλου δεν μας ένοιαζε. Μας σκουπίζει, μας ντύνει με τα ωραία ρουχαλάκια που έραβε και κεντούσε μόνη της. Και μετά, με κινηματογραφική άνεση, κατέβηκε στο πεζοδρόμιο και πότισε τ’ αγριολούλουδα.
Φωτεινή Στεφανίδη, Παπούτσια με λουράκι, εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2020



Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου