Αίθουσες αναμονής (Του Στέλιου Μουλά)
«Αγάπη μου σε πήρε το τρένο βιαστικό, δεν πρόλαβα ν' ανέβω ούτε να κρατηθώ».
Πρόλογος: Όταν ξεκινούσα το «ταξίδι» μικρός, πολύ μικρός, πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι στα Γιάννενα, νυχτερινή διαδρομή, που φάνταζε μαγική, στα παιδικά μου μάτια. Νύχτα, φτάναμε στο ΚΤΕΛ Ιωαννίνων και καθώς ξημέρωνε, περιμέναμε το δρομολόγιο για το χωριό που ήταν ο τελικός μας προορισμός. Στην πολύβουη αίθουσα αναμονής σκάλιζα με τα μάτια, τον χώρο και τους ανθρώπους γύρω μου, η άγουρη μνήμη «φωτογράφιζε». Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν πλησίαζε το «ξημέρωμα», ήρθε ο σκηνοθέτης με την «Αναπαράσταση» και μου ανέσυρε από τη μνήμη εικόνες.
Έφηβος πια με την παρέα μου, Κυριακή βράδυ, περνούσαμε ώρες ατέλειωτες στην αίθουσα αναμονής Β' Θέσης - η Α' Θέση ήταν πάντα κλειστή - του Σιδηροδρομικού Σταθμού Θεσσαλονίκης. Περιμέναμε... και κάποια στιγμή μόλις ξεκινούσε ένα τρένο, ανεβαίναμε στην αποβάθρα και το βλέπαμε να φεύγει χωρίς εμάς. Πολλές φορές τρέχαμε ξοπίσω του σαν να ήμασταν επιβάτες που το έχασαν. Γύριζα σπίτι μου απογοητευμένος και με μια πίκρα που τη λέω πρώτη φορά. Το σκάλισμα της μνήμης συνεχιζόταν...
Επεισόδιο: Όταν πια σε συνάντησα, βρεθήκαμε να περιμένουμε το τρένο για τη Θεσσαλονίκη, βράδυ Κυριακής σ' έναν έρημο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Κιλκίς, φθινόπωρο. Καθίσαμε στην αίθουσα αναμονής που τη φώτιζε ένα χλωμό φως. Έξω σκοτάδι, ερημιά της κυριακάτικης επαρχίας, μονάχα ένα σκυλί ακουγόταν και ξαφνικά από το πιο κοντινό σπίτι, ακούστηκε μέσα στην ησυχία ένας καβγάς. Ένα αντρόγυνο μάλωνε πολύ έντονα. Άρχισα να σου λέω για να μην ακούς και φοβηθείς:
Τι γυρεύω
Τι γυρεύω εγώ σ’ αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ’ ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ’ το λαιμό σαν τοκογλύφος –
τι γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες;
Τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους
που άγρια τους φορολογεί η νύχτα;
Ελεεινά υποκείμενα δυναστεύουν τις γειτονιές,
γεμίσαν καθάρματα τα ξεροπόταμα,
σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς –
τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους;
Τον γνωρίσαμε· ήταν γείτονάς μας ο κύριος Χριστιανόπουλος. Χωρίς να το μάθει ποτέ, έγινε ένας απ' τους δικούς μας Φύλακες Αγγέλους, του έρωτά μας. Μας αφιέρωσε ένα βιβλίο του, όταν τον πλησιάσαμε και του μιλήσαμε στην παραλία της Θεσσαλονίκης.
Είχα παρατήσει πια τις αίθουσες αναμονής... με είχες κάνει να τις ξεχάσω.
Πάροδος: Την πρώτη μέρα στο νοσοκομείο, το απόγευμα, στην αίθουσα αναμονής, το κλάμα εκείνων των μικρών κοριτσιών, των λιανοτράγουδων, όπως συνήθιζες να λες τα μικρά κορίτσια.
Κομμός: Την τελευταία νύχτα, εκεί στην ίδια αίθουσα, μετρούσα αμήχανος τα υαλότουβλα. Σκέπαζα το ξυπνητήρι - ακόμη επιμένει κάθε βράδυ να χτυπάει - για να μην ακούς και σου ταράξει τον ύπνο, για να... σταματήσει ο χρόνος.
Τσακισμένος, φοβισμένος στην αίθουσα αναμονής, περίμενα παραδομένος το ξημέρωμα. Αδύναμος, σε έβλεπα να φεύγεις και μουρμούριζα γερμένος πια, ψαλμούς των δικών μας Αγγέλων:
……………………………………………………………………………………….
«Γιατί, κύριε, ο έρωτας μου ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ».
………………………………………………………………………………………
«Γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου∙
δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα,
στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου,
τα χαμόγελά μου πικρίζουν,
το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα –
γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου…»
………………………………………………………………………………………
Έξοδος: Δεν υπάρχει έξοδος... περιμένω μόνος πια, σε έρημη αίθουσα αναμονής την άφιξη της Άνοιξης.
«Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σε χιλιάδες πρόσωπα να βρω
εκείνο το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού σου».
Βιβλιογραφικές Αναφορές
- Ντίνος Χριστιανόπουλος (1960), Ανυπεράσπιστος καημός / Τι γυρεύω
- Ντίνος Χριστιανόπουλος (1950), Η εποχή των ισχνών αγελάδων / Μαγδαληνή
- Ντίνος Χριστιανόπουλος (1954), Ξένα γόνατα / Επικίνδυνη μοναξιά
Στίχοι Προμετωπίδας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου