«Μην χάνεσαι» ξημερώματα στην παλιά Εθνική Οδό... (Του Στέλιου Μουλά)


Το παρακάτω κείμενο να διαβαστεί με νυχτερινή μουσική υπόκρουση*:

«Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια,
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε κι εγώ σου μίλησα
σου 'πα μονάχα "μη χάνεσαι"»... 


Το ήξερα· η Κατερίνα δεν θα ερχόταν Κυριακή πρωί μετά… από τη «θεία λειτουργία». Την περίμενα - λάθε βιώσας - ενάμιση χρόνο ακριβώς. Ήρθε μ' ένα τσιγάρο στο χέρι, ξημερώματα Σαββάτου, ώρα τέσσερις και πέντε, πιωμένη. Πληγιασμένη αυγή, η φωνή της Νίνου.

«Πάμε να την πάρουμε» μου είπε, «να σου τη φέρω πίσω, με τσαμπουκά. Ανάσταση και μαλακίες... Δεν μπορεί να φεύγουν έτσι οι άνθρωποι... δεν μπορεί να χαροπαλεύουν και να χάνουν». 

Πού θα πάμε; Τη βλέπεις; Τι σου λέει Κατερίνα μας;

«Δεν ξέρω -μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω καλά
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος"».


Μ' έσυρε να αλητέψουμε στην παλιά Εθνική Οδό, εκεί που τριγυρνούν μοναχικοί άνθρωποι... ξεφεύγοντας από τα αμάξια. Εκεί που βλέπεις ανθρώπους με νυχτικιές σαν χαμένους, που ξύπνησαν ξαφνικά στη μέση του ονείρου τους.

Νυχτερινό δρομολόγιο Θεσσαλονίκη–Αθήνα. Εκεί, που όταν έφευγα από κοντά σου, φαντάρος πια, έκλεινα τα μάτια και έλεγα: «είναι ένα κακό όνειρο και στην επιστροφή, όσος χρόνος και να περάσει, όσο και να κρατήσει ο εφιάλτης, κάποτε θα τελειώσει και θα ανοίξω τα μάτια». Εθνική οδός Αθηνών-Θεσσαλονίκης... 

«Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σου χα δείξει στη στροφή του δρόμου,
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ». 


Στο ίδιο σημείο που είχε χαθεί ο ήλιος, καθώς άναβε τα φώτα της, τα βλέπαμε πάντα μαζί από την παραλία της Θεσσαλονίκης κι ήταν πικρά όμορφη. Από τη γειτονιά της παιδικής μου ηλικίας, τις συννεφιασμένες νύχτες, την έβλεπα να βάφει τον ουρανό μ' ένα πορτοκαλί χρώμα -τα σπίτια ήταν χαμηλά τότε. Φάνταζε σαν λάμψη από μια μαγική χώρα.

Είναι μερικές μουσικές, παλιά ρεμπέτικα, που τα λέω νυχτερινά, χωρίς να είναι τόσο οι στίχοι τους που με κάνουν να το λέω.

«Αν μ αγαπάς κι είν’ όνειρο,
ποτέ να μην ξυπνήσω,
μες τη γλυκιά τη χαραυγή
θεέ μου ας ξεψυχίσω». 

Με ταξιδεύουν στους νυχτερινούς χάρτες των αναμνήσεων. Στα όνειρά μου. Με ταξιδεύουν στην παλιά Εθνική Οδό. Σε χειμωνιάτικα βράδια Κυριακής στην επαρχία, με γκρίζο ουρανό. Σε νυχτερινούς έρημους δρόμους, με χλωμά φώτα. Κρυφοκοιτάζω μέσα από τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών ή κι από τις τρύπες των τούβλων, των ασοβάτιστων τοίχων -έτσι ήταν πολλά σπίτια των παιδικών μου χρόνων. Χωρίς επίχρισμα.

«Ναι Έτσι είναι όπως τα λες
Άμα ψάξεις βαθιά
βρίσκεις σπίτια δίπατα
που 'χουν στο κατώι πήλινα δοχεία
λίγη ώρα μακριά απ' τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς,
Και στο βουνό είν' όμορφα
με δέντρα και ποτάμια
με γυναίκα και μια γίδα είσαι εντάξει,
Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
ν' αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή
Το 'χαμε πει αυτό». 


Την έχασα την Κατερίνα ξαφνικά από δίπλα μου. Πήγε να μου την φέρει πίσω; Ίσως κάποιο αμάξι να τη μάζεψε. Έμεινα μόνος...


Στην παλιά Εθνική Οδό, νύχτα, εκεί που οι πρώτοι εφηβικοί έρωτες, γίνονται σπόροι και θάβονται βαθιά στην ύπαρξή μας. Πληγώνει πάντα αυτή η Εαρινή ταφή. Ξανανθίζουν συνήθως αργότερα, με οποιονδήποτε τρόπο και πολλές φορές αναπάντεχα. Πληγώνουν όμως. 

Ο έρωτας ήταν η σκάλα που νομίζαμε θα μας πάει «ίσαμε τον ουρανό» -τόσο αγαπούσαμε τότε. Κάναμε ένα ταξίδι, αλλά δεν μας έφτασε πουθενά κι ας ήταν πλάι στην θάλασσα. Με γύρισε πάλι στον ίδιο έρημο τόπο, στην ακτή.


Χάθηκε κι η Κατερίνα. Απόμεινα να κοιτάζω τον πορτοκαλί ουρανό στη μεριά της έρημης πια παλιάς Εθνικής Οδού Θεσσαλονίκης-Αθηνών.

«Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο
που νάχει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ’ η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας». 

Πέρασαν τα χρόνια και είναι μάταιο πια να κλείνω τα μάτια. Στον τελευταίο εφιάλτη δεν πρόλαβα... Νύχτες τώρα, ο ουρανός είναι συννεφιασμένος, χωρίς πορτοκαλί χρώμα, χωρίς ούτε ένα αστέρι. Χάθηκε και το φεγγάρι... βρέχει.

«Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ' τη ζωή μας, αδερφέ μου.
Μέσα απ' τ' αλλεργικά μας βλέφαρα
αργά στα νύχια πατάει η ζωή
μπας και την πάρουμε πρέφα
μικραίνει χάνεται... κοίτα έγινε κουκκίδα στρίβει γωνία... πάει.
Σκοτεινιάααα!
» 

Δεν βγαίνει Κατερίνα... 

Ξημέρωσε... 

«Πάω να κοιμηθώ.
Έχω να ονειρευτώ
–λεπτομέρειες δηλαδή μείνανε
απ’ αύριο δεν θα κλαίει κανένας»... 



Παραπομπές 


* Β. Τσιτσάνης (μουσική & στίχοι), ερμηνεία: Μαρίκα Νίνου
Πού θα τα βρεις στρωμένα (1949)

1. & 5. Κατερίνα Γώγου, Έτσι είναι όπως τα λες / 
Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε (2015)
2. & 3. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο  (1980)
4. Μαρία Παπαγκίκα, Σμυρνέϊκο Μινόρε (1919)
6. Κατερίνα Γώγου, Θέλω να κουβεντιάσω / Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε (2015)
7. Κατερίνα Γώγου, Πόσο νωρίς φεύγει το φως
8. Κατερίνα Γώγου, Σημείωμα της άλλης μέρας / Ιδιώνυμο (1980)

Φωτογραφίες

Απ' την ταινία 
«Τοπίο στην Ομίχλη», του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1988) 

Σχόλια