Παρεπίδημος εις το έαρ & άλλα του θανάτου λάφυρα (Του Στέλιου Μουλά)



(Το κείμενο να διαβαστεί με μουσική υπόκρουση*)


Από μικρός ρουφούσα σαν το σφουγγάρι με όλες μου τις αισθήσεις την πραγματικότητα, εικόνες, ήχους, αρώματα, γεύσεις, την υφή των πραγμάτων, μια αίσθηση σε κάθε σημείο του σώματος. Έτσι γεννιόταν η Μνήμη, που την ακουμπώ τώρα στα χείλη μου,
«ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον».

Προσπαθώ πια να μην θυμάμαι, να μην βλέπω, να μην ακούω, να μην μιλώ, μα η πληγή δυναμώνει πιο πολύ

 
«ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα ἐξ ἀγαθῶν, καὶ τὸ ἄλγημά μου ἀνεκαινίσθη» .

Κουβαλώ πάντα τη Μνήμη πάνω μου, σαν ρούχα απανωτά φορεμένα, σαν άστεγος. Είναι βαρύ φορτίο, μου πληγώνει τους ώμους. Ειδικά τούτες τις μέρες, εβδομάδα των παθών. Πρέπει να τις παλέψω. Θυμάμαι μεγάλη Παρασκευή στο Ναύπλιο «νεοσύλλεκτος», στην περιφορά του επιταφίου. Τιμητικό άγημα, με το Μ1 «επί των όπλων» και «υπό μάλης». Ο Διονύσης πιο πίσω, ψηλός κι αδύνατος κι αυτός, να μου φωνάζει «μη γέρνεις, μη γέρνεις». Με βάραινε το κράνος και το όπλο. Με λόγχιζαν οι ήχοι της φιλαρμονικής, τα πνευστά και η γκρανκάσα. Ήταν όμως, πραγματική Άνοιξη, μέσα στις ευωδιές και στα αρώματα & τα γιασεμιά να οργιάζουν.

Η μεγάλη εβδομάδα είναι ήχοι και μυρωδιές. Καμπάνες που ηχούν πένθιμα, ψαλμοί, ποίηση, που την κάνει πιο μαγευτική η γλώσσα. Κυρίως όμως, τα πένθιμα εμβατήρια που παίζουν οι φιλαρμονικές, ένιωθα απελπισία όταν τα άκουγα, μου τσακίζουν ακόμη την ψυχή.

Ευωδιές από τα νέα άνθη, αρώματα που μας έραιναν από τα μπαλκόνια στο Ναύπλιο. Όχι οι μυρωδιές του επιταφίου... ακριβοπληρωμένη μυρωδιά από τα κομμένα λουλούδια που στολίζουν τους νεκρούς, την αποφεύγω, δεν την αντέχω πια... Τα πρώτα γιασεμιά που με ζάλιζε η ευωδιά τους. Μυρωδιά από το ξίδι για το βάψιμο των αυγών, που δεν έχω φέτος να σου φέρω... σου έφερα ένα κόκκινο γαρύφαλλο.

Μνημονεύω σε κυρ Αλέξανδρε... «Μὴ παρίδης, τὸν πικρόν μου στεναγμόν». Να έρθεις, θέλω να σου ζητήσω συγχώρεση για την... αποσιωπημένη παράγραφο. Ήρθες να μου απαντήσεις στο πικρό ερωτηματικό «οψίας δε γενομένης»:

«Τὸ μυρολόγι τῆς φώκης, τὸ ὁποῖον μετέφρασεν εἰς ἀνθρώπινα λόγια εἷς γέρων ψαράς, ἐντριβὴς εἰς τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν, ἔλεγε περίπου τὰ ἑξῆς:

Αὐτὴ ἦτον ἡ Ἀκριβούλα
ἡ ἐγγόνα τῆς γρια-Λούκαινας.
Φύκια ᾽ναι τὰ στεφάνια της,
κοχύλια τὰ προικιά της…
Κ᾿ ἡ γριὰ ἀκόμα μυρολογᾷ
τὰ γεννοβόλια της τὰ παλιά.
Σὰν νά ᾽χαν ποτὲ τελειωμὸ
τὰ πάθια κ᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου».


Η Κατερίνα, λευκοντυμένος Αρχάγγελος με τα μπλε σιρίτια του αρχιπελάγους, -θυμήσου το ταξίδι προς την υδρούσα Άνδρο- κρατώντας τα κλειδιά, ήρθε «οψίας δε γενομένης του Σαββάτου»

«δος μοι τούτον τον ξένον» .

Οι φίλοι, σου έφεραν το γαρύφαλλο... θα γίνει κι αυτό λάφυρο του θανάτου κάποτε 

«σινδόνι καθαρά, ειλήσας καί αρώμασιν».





Με έφεραν στο έρημο σπίτι μας, «οψίας δε γενομένης του Σαββάτου», να σε περιμένω. Πέρασα πρώτα απ' το «νησί», αγγέλλοντας στα κορίτσια το γεγονός.

«Είτα ο ήλιος εκιτρίνιζε βαθμηδόν τα φυλλώματα της κληματαριάς, η υγρασία τα εσάπιζε και ο άνεμος τα απέσπα από το κλήμα, και τα έστρωνεν επί της γης, ή τα εσκόρπιζεν εις την άμμον προς την θάλασσαν. Είτα οι κλάδοι έμενον έρημοι, ηπλωμένοι μαύροι επί των βεργών και καλάμων της κρεβατιάς, και ο χειμών τους εστόλιζε με αγνά κοσμήματα της ασπίλου χιόνος, και ο ξηρός βορράς εσκλήρυνε και εστίλβωνε την χιόνα εις δακτυλοειδείς κρυστάλλους, κρεμαμένους κάτω, ως δώρα ουρανίας δρόσου συμπυκνωμένης, δεικνύοντας την γην, από την πιότητα της οποίας θα προέλθει ευφορία και βλάστησις και πάσα αγαθωσύνη».

Η Ανάσταση, ο κύκλος της Ύλης.

«Ταξιδεύω», βρίσκω τη γαλήνη στη Θάλασσα. Στο μάτι του κυκλώνα, αρόδο από λιμάνι σε λιμάνι, έρημος πια και γω, «γεννώντας» την τελευταία Μνήμη.

«Μη μ᾿
 ἄκλαυτον, ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν…
σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης
»
.

Κανείς δεν έρχεται πια στο σπίτι μας, ούτε στο καινούργιο σου σπιτάκι. Φοβούνται ν' αγγίξουν την ερημιά. Μας άφησαν μόνους. Ήρθα κοντά σου σήμερα... 

«κι άπλωσε το χεράκι σου και πιάσε το δικό μου.
Το μνήμα μ’ εχορτάριασε κι έλα να βοτανίσεις,
...............................................................................
κι έλα να βοτανίσεις, ψυχή, καρδούλα μου». 


Βαριά συννεφιά και η Θεσσαλονίκη άδεια, πνιγμένη στο πούσι. Δύσκολα διέκρινα τον Θερμαϊκό, ξεχορτάριασα. Η κοπέλα στο ανθοπωλείο των κοιμητηρίων μου είπε: «καλή ανάσταση». Ένιωσα ξένος, της είπα: «εσείς κάτι παραπάνω θα ξέρετε, με τόσους νεκρούς εδώ γύρω».

Απόψε που οι άλλοι περιμένουν την ανάσταση για μια φορά τον χρόνο, έχει μια γαλήνη η βραδιά. Χωρίς παράσιτα ο ήχος της και η πόλη είναι έρημη. Μονάχα ένα σκυλί κλαψουρίζει, που το άφησαν κι αυτό δεμένο στο μπαλκόνι.

Θα κλειστώ στη μονιά μου. Θα κοιμηθώ νωρίς απόψε Κυρ Αλέξανδρε, το νιώθω... 

«Ὕπνος τότε μὲ κατέλαβεν, εἰς τὸ στασίδιον ὅπου ἐκαθήμην. Ὁ ὕπνος ἦτον ἄνευ ὀνείρων, ὅλα τὰ ὄνειρα τοῦ τὰ εἶχεν ἀφαιρέσει ἡ ἐγρήγορσις. Μόνον ἐνδομύχως εἰς τὸ βάθος τῆς συνειδήσεως μου, μία φωνή, ἥτις ὡμοίαζε μὲ χρησμόν, ἠκούσθη ἀμυδρῶς νὰ ψιθυρίζῃ: «Ὕπαγε, ἀνίατε· ὁ πόνος θὰ εἶναι ἡ ζωή σου». 

Το ξέρω... Ποιος μπορεί να μου μιλήσει για ανάσταση; Οι αμνοί που πηγαίνουν βιαστικοί να αναστήσουν τον ποιμένα τους;





Ξένος μέσα στην Άνοιξη, πικρή μου Αγάπη. Ανίατη δίψα· με ξίδι και χολή πώς να ξεδιψάσω; Με την κεφαλή γερμένη πια επί της Μνήμης, «νεοσύλλεκτος» της οδύνης, περιμένω... να τελειώσει. 

Περιμένω τον όρθρο, τον εαρινό θρήνο της αηδόνας… 


Παραπομπές 

*
Wolfgang Amadeus Mozart, Requiem
1. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΚΖ', 34
2. Ψαλμοί, Δαυίδ, 38/3 
3. Τη Η' Του Ιουλίου
4. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 27/57
5. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το μυρολόγι της Φώκιας (1908 )
6. Άκουσμα της Μεγάλης Παρασκευής
7. Απολυτίκιον, Ήχος β'. Μεγάλο Σάββατο
8. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893)
8. Ομήρου Οδύσσεια, λ' 72,75
9. Μαριόλα, Ηπειρώτικο μοιρολόι
10. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φαρμακολύτρια (1900)

Φ
ωτογραφίες

1. Rogier van der Weyden, Descent from the Cross (1435), (Detail)
2. Γιάννης Μόραλης, Επιτύμβια σύνθεση Α' (1958-1962)
3. Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Ο Μελισσοκόμος  (1986)


Γλωσσάρι

Παρεπίδημος < παρεπιδημώ: είμαι προσωρινός κάτοικος σε άλλον τόπο, αλλοδαπός < παρ(α)- + αρχ. ἐπίδημος

Σχόλια