Claude Lévi - Strauss ~ Άγρια σκέψη


Εξώφυλλο της επανέκδοσης του βιβλίου απ' τις εκδ. Πατάκη
Οι ίδιοι οι ιθαγενείς, έχουν, ορισμένες φορές, απόλυτη συναίσθηση του «συγκεκριμένου» χαρακτήρα των γνώσεών τους και τον αντιδιαστέλλουν έντονα από τον τρόπο των Λευκών. 
«Εμείς ξέρουμε τι κάνουν τα ζώα, ποιες είναι οι ανάγκες του κάστορα, της αρκούδας, του σολομού και των άλλων ζώων, γιατί, κάποτε, οι άνθρωποι παντρεύονταν με τα ζώα κι όλ’ αυτά τα μάθανε από τα ζώα-συζύγους τους. Οι Λευκοί έχουν ζήσει λίγο καιρό σ’ αυτό τον τόπο και δεν ξέρουν και σπουδαία πράγματα στο θέμα των ζώων· εμείς είμαστε εδώ από χιλιάδες χρόνια και πάει καιρός που τα ίδια τα ζώα μάς δίδαξαν. Οι Λευκοί τα σημειώνουν όλα σ’ ένα βιβλίο, για να μη τα ξεχάσουν αλλά οι πρόγονοί μας παντρεύτηκαν τα ζώα, έμαθαν όλες τις συνήθειές τους και μετέδωσαν αυτές τις γνώσεις από γενιά σε γενιά».
Αυτές οι γνώσεις, οι ανιδιοτελείς και προσεκτικές, οι τρυφερές κι ευαίσθητες, που αποκτήθηκαν και μεταδόθηκαν μέσα σ’ ένα κλίμα συζυγικό και πατρικό, περιγράφονται εδώ με μια τόσο ευγενική απλότητα που είναι περιττό να επικαλεστούμε ως προς αυτό τις απίθανες υποθέσεις που εμπνεύστηκαν διάφοροι φιλόσοφοι ξεκινώντας από μια πάρα πολύ θεωρητική αντιμετώπιση της εξέλιξης των ανθρώπινων γνώσεων. Τίποτε εδώ δεν επικαλείται την παρέμβαση μιας υποτιθέμενης «αρχής της μέθεξης», ούτε κανενός μεταφυσικού μυστικισμού, τον οποίον εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε πια παρά μόνο διαμέσου του παραμορφωτικού καθρέφτη των κατεστημένων θρησκειών.
Οι πρακτικές συνθήκες αυτής της συγκεκριμένης γνώσης, τα μέσα και οι μέθοδοί της, οι συναισθηματικές αξίες που την διέπουν, όλ’ αυτά βρίσκονται πολύ κοντά μας και μπορούμε να τα δούμε παρατηρώντας, ανάμεσα στους συγχρόνους μας, τους ανθρώπους εκείνους που τα ενδιαφέροντα και το επάγγελμά τους τούς τοποθετούν απέναντι στα ζώα σε μια θέση που είναι, τηρουμένων των αναλογιών και όσο επιτρέπει ο πολιτισμός μας, η πλησιέστερη σ’ αυτήν που υπήρξε η συνήθης, για όλους τους κυνηγετικούς λαούς:
εννοώ τους ανθρώπους του τσίρκου και τους υπαλλήλους των ζωολογικών κήπων. Το πιο διδακτικό από αυτή την άποψη — μετά τις μαρτυρίες των ιθαγενών που μόλις παραθέσαμε, είναι η διήγηση του διευθυντή του ζωολογικού κήπου της Ζυρίχης για την πρώτη του συνάντηση μ’ ένα δελφίνι. Αφού πρώτα σημειώσει «το εντελώς ανθρώπινο βλέμμα του, την περίεργη απόληξη της αναπνευστικής οδού, την λεία υφή και την κηροειδή σύσταση του δέρματος, τις τέσσερεις σειρές μυτερά δόντια μέσα στο ρυγχοειδές στόμα του», ο συγγραφέας περιγράφει τη συγκίνησή του:
«Ο Flippy δεν έμοιαζε καθόλου για ψάρι· και όταν από απόσταση λιγότερη ενός μέτρου στήλωνε πάνω σου το σπινθηροβόλο βλέμμα του, ήταν αδύνατο να μην αναρωτηθείς αν πράγματι επρόκειτο για ζώο. Τόσο απροσδόκητο, τόσο ξένο, τόσο πολύ μυστηριώδες ήταν αυτό το πλάσμα, ώστε θα έλεγε κανείς πως ήταν μαγεμένο. Αλίμονο όμως, το μυαλό του ζωολόγου δεν μπορούσε να ξεφύγει την ψυχρή βεβαιότητα, σχεδόν οδυνηρή σ’ αυτήν την περίπτωση, πως στην επιστημονική γλώσσα δεν ήταν τίποτε άλλο από Tursiops truncates...».
Και μόνο οι φράσεις αυτές, γραμμένες από έναν επιστήμονα, θα ήταν ικανές να αποδείξουν, αν χρειαζόταν, ότι οι θεωρητικές γνώσεις δεν είναι ασυμβίβαστες με το συναίσθημα, ότι η γνώση μπορεί να είναι συγχρόνως αντικειμενική και υποκειμενική και, τέλος, ότι οι συγκεκριμένες σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζωντανά όντα χρωματίζουν καμιά φορά με τις συναισθηματικές αποχρώσεις τους (που απορρέουν από την πρωτόγονη αυτή συνταύτιση, όπου η σκέψη του Rousseau είδε στοχαστικά την αλληλέγγυα συνθήκη κάθε μορφής σκέψης και κάθε κοινωνίας) ολόκληρο τον κόσμο της επιστημονικής κυρίως γνώσης, στους πολιτισμούς των οποίων η επιστήμη είναι εξ ολοκλήρου «φυσική».

Αλλά αν ταξινομία και η τρυφερή φιλία μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά στο μυαλό του ζωολόγου δεν υπάρχει λόγος να επικαλεστούμε χωριστές αρχές για να εξηγήσουμε τη συνάντηση των δύο αυτών στάσεων στη σκέψη των λεγόμενων πρωτογόνων λαών.


Κλοντ Λεβί-ΣτροςΆγρια σκέψη, μτφρ. Εύα Καλπουρτζή, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1977

Σχόλια